Part III
  Part I | Part II | Part III | Signature | That's all  

10. ΦΡΕΣΚΟ ΓΙΑΟΥΡΤΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΚΟΡΩΝΑ Η ΠΩΣ ΤΟ ΒΑΡΥΤΕΡΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ

΄Εχουμε να γράψουμε καιρό. Τόσο που αναρωτιόμουνα γιατί. Ο κίνδυνος θανάτου που μ'έζωνε πρώτα σε ασφυκτικό κλοιό σε βαθμό που να μην έχω άλλη καταφυγή από το να τον γράφω σ'ένα φύλλο χαρτί είχε σιγήσει και πότε άραγε θα συνέβαινε ξανά, να γράψω μ'αυτόν ή με κάποιον άλλο τρόπο, ώστε να συνεχιστεί αυτό το βιβλίο, τώρα που ο καιρός τελειώνει και να προφθάσει να μείνει κάτι από μας κι από τη ζωή μας σε περίπτωση που όλα πάρουν μια διαφορετική τροπή...
Είμαι στο δρόμο από Λευκόγεια προς Πλακιά, νότια Κρήτη. Πίσω μας έχει μείνει η περιπέτεια με τους μπάτσους στο Ζαρό, το αστυνομικό τμήμα Τυμπακίου όπου μας κράτησαν μετά την καταγγελία του κ. Βολοσυράκη ότι τον τρακάραμε και τον εγκαταλείψαμε, σ'εκείνη την ύπουλη στροφή στη Φαιστό, πίσω μας είναι κι η Ανώπολη όπου φτάσαμε ένα βράδυ με καταιγίδα και ρωτώντας για την Αράδαινα μας έστειλαν αντίθετα και μας έπεσε η μηχανή χάμω και την άλλη μέρα δεν υπήρχαν τηλέφωνα στο χωριό ίσαμε το μεσημέρι: χρειάστηκε να πάω τέσσερα χιλιόμετρα μες στα βουνά για να βρω τηλέφωνο να καλέσω την οδική μου βοήθεια. Τότε θα έπεφτα στο δρόμο αν δεν ήταν το σκυλί να με παρακινεί. Η οδική μου βοήθεια θεώρησε τη στιγμή ιδανική να με πληροφορήσει ότι έχει διακόψει το συμβόλαιό μου πριν τη λήξη του για άρθρα και ρήτρες που εκείνη ξέρει. Βρήκα μια καινούρια, την πλήρωσα 60.000 να μας μεταφέρει στο Ρέθυμνο και όταν μας πήρε ο γερανός οι χωριάτες κάθονταν από τη μια κι από την άλλη για να τον καθοδηγήσουν. Δεν με είχαν δει τάξε, που βγήκα από την καλοτυχία χωρίς να τους ρωτήσω ούτε πού έχει τηλεκαμπίνα...
Είναι πίσω μου όλοι αυτοί κι εγώ παραζαλισμένη από το φόβο και την αγωνία ψάχνω ένα μέρος να σταθώ. Εδώ είναι η πατρίδα μου, το μέρος που αγαπώ πιότερο στον κόσμο και το να σε κυνηγούν άσπλαχνα εδώ, είναι κάτι που σκοτίζει το νου και πνίγει την καρδιά. Μπρος μου προχωρά ένα πράσινο ντάτσουν με ντουντούκα και φωνάζει "Φρέσκο γιαούρτι από τον Αποκόρωνα". Νοιώθω την καρδιά μου να τα παρατάει, ο πόνος και ο τρόμος ξεπερνούν κάθε όριο και βγάζω για πρώτη φορά χαρτί και μολύβι. Μόλις μπαίνω στο Μύρθιο δεξιά στο πλάτωμα του παρκαρίσματος πάνω απ΄το Λιβυκό, ένας παπάς ξεπαρκάρει και παίρνω τη θέση του. Γράφω τις πρώτες αράδες απ'αυτό το ένα και μόνο κεφάλαιο στην Κρήτη και η αδρεναλίνη πέφτει, η αναπνοή ξαναγυρνά. Για πρώτη φορά όλο αυτό τον καιρό οδηγώ στα τυφλά, δεν ξέρω πού να πάω. θυμάμαι πως, όταν προγραμμάτισα το ταξίδι πριν τέσσερις μήνες στην Αθήνα, και ρώτησα στο σύλλογο φυσιολατρών να μου πουν για μέρη όπου το ελεύθερο κάμπιγκ είναι νόμιμο μου είχαν αναφέρει τον Πλακιά.
Κατεβαίνω σιγά αυτό το δρόμο που μπορούσε να'ναι προς το φως, γιατί η θάλασσα αστράφτει στο τέλος του απόγεμμα όπως είναι στο γέρμα του ήλιου. Μα ο ήλιος δεν είναι φίλος τώρα και προχωρώ προφυλακτικά κοιτάζοντας και ψυχανεμίζοντας. Στην παραλία του Πλακιά ένα ενοικιαζόμενο με όμορφη όψη. Σταματώ μπροστά χωρίς να σκέφτομαι να πιάσω δωμάτιο, για να το δω μόνο. Την ίδια ώρα ξεμπουκάρει από την πλαινή κάθετο ένα αγροτικό. Φεύγω βέβαια, και παρακάτω σ'ένα τρίστρατο υπάρχει μια πινακίδα "Άρτεμις, ενοικιαζόμενα δωμάτια". Παρκάρω στο στενό και μένω καθώς προσπαθώ να πιάσω άκρη για να περνούν όποιοι έρθουν μετά να μη με ενοχλούν να ξεπαρκάρω. Πηγαίνω στην είσοδο, χτυπώ το κουδούνι, δεν είναι κανείς. Κοιτάζω το εσωτερικό, είναι ωραία. Κουζίνες καινούριες, ένα στρωμένο με κρετόν τραπέζι. Όλα κλειδωμένα αλλά τα παραθυρόφυλλα ανοικτά και στο διλπανό κήπο ένας αλλοδαπός εργάτης ποτίζει. Εδώ δεν θα μείνω και ξεκινώ ξανά, για τον παραλιακό δρόμο αυτή τη φορά, έρημο σχεδόν τελείως αυτό το μήνα του χειμώνα με τα σκούρα παγκάκια κόντρα στο φως που δύει κάτω απ΄τα κοντά φοινικόδεντρα. Κοιτάζω για σημάδια ζωής, κάποιο μαγαζί για να ψωνίσω ένα δώρο που θέλω να στείλω επειγόντως στον άνθρωπο στον Άη Γιάννη που μου έδωσε το τηλέφωνό του να τηλεφωνήσω στην οδική χωρίς να πληρώσω. Ένα σουπερμάρκετ είναι ορθάνοικτο, το μόνο εδώ και φαίνεται γεμάτο και καλά εφοδιασμένο. Μπαίνω και γοητεύομαι: έχει τα δύο τρίτα από τα πράγματα που γράφω στον κατάλογο των άμεσων αναγκών. Σιγά-σιγά ψάχνω όλο το μαγαζί και διαλέγω το δώρο που θα πάρω και μαζί τα βήματά μου και τον χρόνο μου κι όλα προχωρούν χωρίς εμπόδια και το έδαφος μοιάζει να΄ναι ελεύθερο από φόβο και πόνο. Αποφασίζω για μια κινέζικη κοσμηματοθήκη σε σχήμα αχιβάδας. Πληρώνω και ρωτώ "μήπως ξέρουν κάποιον να νοικιάζει δωμάτια;"
"Eμείς έχουμε" μου λέει ο ιδιοκτήτης και ακολουθώ την πεπατημένη για να κλείσω δωμάτιο. Να το δω, το παζαρεύω. Εκείνος ανεξήγητα στη μέση της συμφωνίας με στέλνει να δω μια φοιτητική πανσιόν εκεί δίπλα προτού αποφασίσω. Πηγαίνω και είναι ένα είδος κοινόβιο για τουρίστες όπου υπάρχει δωμάτιο άδειο συμπτωματικά για το βράδυ αυτό σε κοιτώνα με πολλά κρεβάτια όπου ανά πάσα στιγμή μπορεί όμως να φθάσουν ένοικοι. Επιστρέφω στο ενοικιαζόμενο διαμέρισμα όπου ο ιδιοκτήτης έφυγε και δεν άφησε καμμιά ειδοποίηση για μένα. Χωρίς να έρθει δεν μπορώ να το πιάσω, μου λένε. Το παίρνω απόφαση να μείνω έξω για μια ακόμα βραδιά και παρκάρω στην έρημη άκρη της ασφάλτου στο τέλος της παραλίας εκτεθειμένη στα περίεργα βλέμματα των μουτρωμένων χωρικών που πεζοί είτε σε γαιδούρια δεν έπαυαν δρόμο-δρόμο σ'ολη την Κρήτη να μου λεν "δε σ'αγαπούμε κι ας περίμενες άλλο εδώ, στην πατρίδα σου". Κι εγώ δεν περίμενα δεύτερη φορά για να σηκώσω ορθή και πεισματάρα την ψυχή μου και να πω "για τους γενναίους κάθε γη μπορεί να είναι τάφος".
'Έβγαλα τα πατάκια και τα μπιντόνια με το νερό, τα σαπούνισα και τα άπλωσα στα κλαριά από τα αρμυρίκια για να στεγνώσουν. Έκανα γενική καθαριότητα και τακτοποίησα, φάγαμε... Η θάλασσα απέναντι στο φως του φεγγαριού ήταν όμορφη πάλι, για μένα μόνο... Απέναντι σε μια στεριά άναβε ένα φως. Και ένας γάτος μεγαλόσωμος, ανοιχτόχρωμος μας ανακάλυψε γρήγορα κι ήρθε να ανιχνεύσει ποιοι είμαστε και τι κάνουμε εκεί.
Την άλλη μέρα μόνο μας έβαλαν μέσα αφού υποσχεθήκαμε ότι σκύλοι και γάτοι θα μείνουν στο αμάξι. Σκέφθηκα ότι βλέποντάς μας φτωχικά ντυμένους και με αμάξι παλιό μπορεί και να μην μας ήθελαν ή να νόμιζαν ότι δεν μπορούμε να πληρώσουμε. Αλλά δεν είναι τόσο απλό. Το μικρό εκείνο διαμέρισμα μου άρεσε τόσο πολύ που θέλησα να το νοικιάσω, να επιστρέψω εκεί να ζήσω. Έμεινα τελικά τέσσερα βράδυα, όσο να πλύνω τα πάντα κατακάθαρα, να στεγνώσουν και να έχω μια γερή δόση αναπαυλας-ανακωχής. Το σουπερμάρκετ από κάτω είχε τα πάντα, μια απόλαυση να ψωνίζεις ό,τι χρειάζεσαι δυο βήματα πιο κει και παίρναμε το αυτοκίνητο για να πάμε ως το Ρέθυμνο για να βρω Ιντερνετ. Οι άνθρωποι στο χωριό το ίδιο αφιλόξενοι. Ένα βράδυ πήγα ως μια καφετέρια για να δω ειδήσεις στην τηλεόραση, μόνο που δεν μ'έβγαλαν έξω απ΄το μαγαζί. Όταν πήγα βλέπανε έργο κι όταν ξαναγύρισα κλείνανε. Μόνο στο μαγαζί που ψώνιζα κι έμεινα η δυσπιστία έγινε φιλικότητα. Ίσως γιατί απ'όταν μπήκα δε σταμάτησα να πλένω, ίσως γιατί ψώνισα καμιά τριανταριά χιλιάδες πράγματα εκτός από το ενοίκιο, ίσως γιατί τους ρώτησα μια τιμή για ενοίκιο σεζόν. Δεν ξέρω. Μπορεί ακόμα γιατί με πήρε η Εθνική Ασφαλιστική τηλέφωνο μετά που τους γύρευα εγώ να δω τι θ'απογίνω με το τρακάρισμα, την εκκρεμότητα του συμβολαίου μου και μήπως μπορώ να ταξιδέψω στο δρόμο χωρίς να με περιμένουνε τα μπλόκα της τροχαίας. Ήθελα να μείνω κι όμως έφυγα γιατί ήξερα ότι δεν ήτανε για μένα εκείνο το εκεί και τότε και με περίμεναν στο Ηράκλειο για ένα τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Κι εγώ ποτέ δεν αρνήθηκα προκλήσεις και καθήκοντα. Τα βράδυα στον Πλακιά θα μας έβλεπαν παρκαρισμένους στην αυλή του ξενοδοχείου από όλα τα μέρη ένα γύρω, ήταν ανοιχτά. Είχα κάνει το αμάξι γυαλί και καθόμουν μέσα να κάνω παρέα στα ζώα με αναμμένο κερί, ενώ στέγνωναν στο μπαλκόνι του δωματίου όλα μας τα ρούχα και η σκηνή κι ενώ μαγείρευα για μια φορά κι εγώ σε καινούρια κουζίνα, με καινούρια σκεύη, τρόφιμα αγορασμένα με χαρά κι όχι φόβο, σε μια στιγμή νηνεμίας μετά και πριν από την τρικυμία μας.

11. Θ'ΑΝΤΑΜΩΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ
Xαμηλώνω τα μάτια για να μη βλέπω τους ανθρώπους να περνούν. Έχω όμως σηκώσει τις -άσπρες- κουρτίνες, τώρα, αργά το απόγευμα και αυτοί μας βλέπουν. Για να δω λίγο φως. Μόλις έξυσα από το τζάμι του παρμπρίζ μπρος αριστερά την παλιά και κιτρινισμένη αυτοκόλλητη ετικέττα της Express Service του προηγούμενου ιδιοκτήτη. Επάνω δεξιά η ολοκαίνουρια και κατακάθαρη δική μου οδική βοήθεια -εκείνη που μας κουβάλησε από τα Σφακιά στο Ρέθυμνο πριν 5 μήνες και που μου έφερε το αμάξι τώρα στην Αθήνα μετά την τετράμηνη κράτησή του από την τροχαία στα Χανιά. Από κάτω το νέο ασφαλιστήριο -κι αυτό λαμπερό. Η παλιά νάυλον θήκη είχε εξαφανιστεί, κόλλησα με logo στο τζάμι μια θήκη cd-rom του υπολογιστή. Την ώρα που έξυνα την ετικέττα, μάλλον μόλις είχα τελειώσει, βγήκε από κάπου μια αράχνη και στάθηκε στο άδειο σημείο. Να μια συντρόφισσα, είπα κι αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω όπως πριν, όταν ήμουν στο αμάξι που δεν ήξερα κατόπιν αν ποτέ το ξαναπάρω κι αν ποτέ θα ξαναγράψω, έτσι ή με κανένα άλλο τρόπο.
Είναι 7.00 το απόγεμμα. Έχω λίγο χρόνο ώσπου να βραδιάσει οπότε θα βγω για τρόφιμα και εφόδια. Στο άδειο σημείο θα βάλω -λέω- το σήμα για τα τέλη κυκλοφορίας του 2000 που περιμένω να παραλάβω για να κινηθώ κανονικά, εν τω μεταξύ αλλάζω παρκαρίσματα στην ίδια γειτονιά. Είναι κάτω απ΄τ΄άλλα σήματα του ΄99, ΄98, ΄97, ΄96, το 2000 στο τέλος. Πάνω δεν έχει άλλο χώρο και μ'αρέσει αυτό.
Δεν ήταν να το πάρω πίσω το αμάξι. Τα περασμένα Χριστούγεννα η τροχαία στα Χανιά με διάφορα προσχήματα εν τέλει μου το κατακράτησε μετά από το ετήσιο κυνηγητό ανά την Ελλάδα και πέρασα μερικές ώρες με χειροπέδες στο κρατητήριο περιμένοντας να διαπιστώσουν (!) ότι εκείνο το πταίσμα που μου έβρισκε ο ηλεκτρονικός τους χαφιές -για ένσημα του ΙΚΑ- είχε παραγραφεί μετά από την παρέλευση της δεκαετίας. Περιττό να πω ότι ποτέ μες στη δεκαετία αυτή δεν είχα πληροφορηθεί την ύπαρξη τέτοιου πταίσματος στο ενεργητικό μου. Στη διάρκεια αυτής της ευεργετικής εμπειρίας η αστυφύλακας που με συνέλαβε με κατηγόρησε για μεταφορά ναρκωτικών ο αστυνόμος υπηρεσίας με πρόσβαλε με ανάλογο τρόπο, απαιτώντας να ομολογήσω ότι είμαι ναρκομανής... Και όταν διαπίστωσαν το "λάθος" μου κράτησαν το αμάξι γιατί δεν είχε πάνω του το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που μας περίμενε ωστοσο, στην Αθήνα.
'Έφυγα από το αστυνομικό τμήμα με ταξί κι έβγαλα από μηχάνημα τράπεζας καθ'οδόν τα τελευταία μου 25.000. 'Οταν φτάσαμε στο Ηράκλειο ζήτησα από τον ταξιτζή να σταθεί στο λιμάνι, τσεκάρισα το εισιτήριο που κατά καλή μου τύχη είχα μαζί μου κι αναχώρησα απνευστί και κατευθείαν από την Κρήτη. Αν επέστρεφα στο σπίτι μου στο Ηράκλειο θα'χα να κάνω με το γείτονα που μπήκε από την ταράτσα στο σπίτι μου με το δίκανο γιατί του έκλεισα το πάρκιγκ με το αμάξι μου, έφερε την αστυνομία, η γυναίκα του με απειλούσε ότι θα βάλει Αλβανούς να με σκοτώσουν και αναγκάστηκα να φύγω ανήμερα Χριστούγεννα απ΄την πόλη.
Υποχρεώθηκα ν'αφήσω το αμάξι πίσω.
Στην Αθήνα που έφτασα, κατόρθωσα απλώς να μπω στο σπίτι της Κ. Μελωδού, με γατιά, σκύλο και σακ-βουαγιάζ, χωρίς άλλα λεφτά από τα τελευταία μου 4.000 που έβγαλα από το λογαριασμό μου της τράπεζας. Περίμενα στο προαύλιο των Μινωικών γραμμών στον Πειραιά ώσπου να πάει 8.00 ν'ανοίξει το κοντινό υποκατάστημα γιατί τα μηχανήματα δεν δίνουν ποσά μικρότερα από 5.000 δρχ.
Βρήκα ταξί με τη γνωστή τρομερή δυσκολία για μένα. Στο σπίτι, η κλειδαριά ήταν παραβιασμένη. Έφερα κλειδαρά ενώ από τον αιφνιδιασμό έκλεισα μέσα το σκύλο: άνοιξα μια πρώτη φορά, μα η σπασμένη κλειδαριά χώρισε στα δυο κι εγώ ξανάκλεισα με το ένα κομμάτι μέσα, έτρεχα στο δρόμο με τα πράγματα στο πεζοδρόμιο και τη θηλυκιά γάτα αγκαλιά να βρω τεχνίτη να μου ανοίξει. Μέσα στο διαμέρισμα, τα κουτιά όπου θα μπορούσε να υπάρχουν κοσμήματα και η θήκη του κινητού ήταν αναποδογυρισμένα. Δυο-τρεις ημιπολύτιμες πέτρες που υπήρχαν ακόμα δεν έλειπαν, ούτε και τίποτε άλλο. Αργότερα έκανα τη σκέψη του κοριού. Ότι κάποιος προσπάθησε να βάλει στο διαμέρισμα ή και το κατάφερε. Δεν έστεκε, αλλά και καμιά άλλη εξήγηση δεν μπορούσα να δώσω.
Υποχρεώθηκα να παραμείνω 4 μήνες εκεί παρά τη θέλησή μου, χωρίς βέβαια τη δυνατότητα να κατέβω Κρήτη, ούτε να πάω πουθενά αλλού ή να πληρώσω το πρόστιμο των 250 ecu για να πάρω πίσω το αμάξι και να το φέρω Αθήνα.
Έκανα μια ηρωική απόπειρα εξόδου με νοικιασμένο αυτοκίνητο που κατέληξε σε μια αβαρία 50.000 και το δεξί μου χέρι φαγωμένο από το σκύλο, όταν τα βάζω μαζί του δεν μου χαρίζεται.
Στο νοσοκομείο του Ερυθρού με περιθάλψανε τόσο καλά που το χέρι έμεινε άκαμπτο έκτοτε. Ο φυσιοθεραπευτής που ήξερε η μάνα μου αρνήθηκε να με περιθάλψει κι ό,τι πρόοδος υπάρχει έγινε με τις δουλειές και κάτι ασκήσεις ανάταξης που βρήκα σ'ένα βιβλίο φυσιοθεραπείας κι έκανα μονάχη μου.
Τελικά επαναστάτησα. Πήγα σε ξενοδοχείο, όρμησα στη μάνα μου. Βγήκα από κει μέσα, πήγα σ'ένα άδειο σπίτι συγγενών, κρυφά μου είπε, γιατί αν ήξεραν ότι θα μείνω εγώ δεν θα το επέτρεπαν. Υποτίθεται ότι έμενε η μάνα μου καποια βράδυα. Βέβαια δεν κρυβόμουν και ξέσπασε εμφύλιος. Η πολυκατοικία σύσσωμη λίγο έλειψε να κατασπαράξει τους συγγενείς για να με διώξουν κι αυτοί με ειδοποίησαν ότι θα βάλουν εισαγγελέα για να φύγω.
Η μάνα μου κατέβηκε Κρήτη να φέρει λέει το αμάξι και γύρισε με άδεια χέρια! Ευτυχώς το βράδυ πριν επιστρέψει κατάλαβα τι σκόπευε να μου κάνει και τηλεφώνησα στην οδική βοήθεια του αυτοκινήτου να μου το φέρουν πίσω αντί 20.000 δρχ. Αυτή είχε δείξει στην αστυνομία το ασφαλιστήριο και είχαν άρει το πρόστιμο. Έτσι ούτε γάτα ούτε ζημιά, μουδ' ο κάτης μουδ' ο πατές του που λένε στην Κρήτη. Μόνο που σάπισε τέσσερις μήνες στις βροχές το Φιατάκι, μόνο που έμεινα εγώ κλεισμένη σε ένα τετραγωνικό με γάτες και σκύλους τέσσερις μήνες όσο να ξαναβγάλουν το Σημίτη και να βγει κι ο Πούτιν στη Ρωσσία και μόνο που έμεινα με ένα χέρι μισοανάπηρο για την υπόλοιπη ζωή μου όση μου μένει.
Μου το έφεραν έξω απ΄την πόρτα, εκεί που έμενα εν μέσω ακριβώς των ίδιων αντιδράσεων όπως κι όταν ταξιδεύαμε: βλέμματα μίσους και αποδοκιμασίας από περαστικούς και συνοίκους, κάποτε και κοροιδίες "Πω, πω φτώχειες!".
Το οδήγησα ως την άλλη γωνία όπου κατά καλή τύχη ήταν το συνεργείο που το είχε φτιάξει κι άλλοτε.
'Όταν ετοιμάστηκε, φόρτωσα τον υπολογιστή που μου έφερε τουλάχιστο από το Ηράκλειο η μάνα μου, αφού πρώτα πρόλαβα κι έγραψα δυο-τρία έγγραφα, βιογραφικά και αγγελίες για δουλειά. Τους γάτους, το σκύλο και είμαι εδώ πλάι, παρκαρισμένη, περιμένοντας να πάρω το σήμα για τα τέλη κυκλοφορίας και να φύγω.
Για το σπίτι της Κ. Μελωδού δε συζητώ, πέρασα τις προάλλες να ελέγξω την κατάσταση καλύτερα να αποφεύγω να περνώ από τη γειτονιά. Αναποδογύρισαν τις γλάστρες που είχα στο χωλάκι μπρος στην πόρτα, τις έστησα όρθιες ξανά, θα ζήσουν.
Για το Λυκαβηττό, για το δρόμο, δεν έχω κανένα παράπονο. Ως συνήθως κόντρα σε κάθε νοήμον ον που μας καταδιώκει, αυτός χαίρεται να τον πατάμε και να μας κουβαλάει. Όπως -περίπου- η αράχνη, η πεταλούδα, το σπουργίτι και ο Ρόνυ που από τη στιγμή που μπήκε εδώ μέσα δε σταματά να παρεμβαίνει ρονρονίζοντας, συμβουλεύοντας, βοηθώντας. 'Οπως τότε που μου βρήκε το χρυσό σταυρό που έχανα λίγο πριν μπουκάρουν οι μπάτσοι στο Ζαρό οπότε τον έχασα οριστικά και ίσα που γλιτώσαμε τότε, χάρη σ'αυτόν, τη σύλληψη και το αυτοκίνητο.
'Όταν ανέβηκα έδωσα αντίγραφο από τα πρώτα χειρόγραφα στο Στάθη να μου πει τη γνώμη του. Φυσικά δεν μου είπε τίποτα, εκτός από το "να καθήσω φρόνιμα μη χάσω το επίδομα" (που μου δίνει, αντί για τη διατροφή του διαζυγίου). Βλέπεις συγκρότημα Λαμπράκη είναι αυτό και κυβέρνηση Σημίτη που επενακλέχτηκε έστω και οριακά.
Ως τούτο το δευτερόλεπτο δεν μου είχε περάσει απ΄το μυαλό ότι θα ξανάγραφα. Το να ξαναπάρω το αυτοκίνητο ήταν ένα παραμύθι της Χαλιμάς μα και τότε ακόμα δεν είχα σχεδιάσει ούτε φαντασθεί πως θα ξαναπιάσω το μολύβι.
Κι όμως: φαίνεται πως αυτά τα δυο πάνε μαζί, ως την αιωνιότητα. Για ζωή και για θάνατο και πέρα από κει.
Και με τον ίδιο ίσως τρόπο, μόλις πήρα τον υπολογιστή στα χέρια μου κάνω κινήσεις για δουλειά. Το ίδιο αυτόματα, επίμονα κι απροσχεδίαστα. Ορισμένα πράγματα φαίνεται πως γίνονται σχεδόν ασυνείδητα μόλις υπάρξουν τα μέσα γι'αυτό. Εκτός βέβαια αν αποφασίζεις αλλοιώς. Αν όμως θέλεις κάτι επί πολύ καιρό αλλά μάταια και ξάφνου σου δοθεί το μέσον γι'αυτό, τότε είναι όπως η διέξοδος στη θάλασσα. Το νερό κυλά από το νόμο της φύσης.
Τίποτα σημαντικό για τη συναισθηματική ή την υλική πλευρά της κατάστασης.
Η Αθήνα όπως όλη η Ελλάδα είναι αφιλόξενη για μένα. Βρίσκω μονάχα καταφύγιο στον καιρό που στα γυρίσματά του σαν σε μικρές κόχες κουρνιάζω και κοιμάμαι όπως το'χα διακρίνει από παλιά, "ασφαλής" τότε, όπως έμοιαζε, σαν παραμύθι ή όραμα. Μα ακόμα και τότε, ικέτης είμαι στα πόδια χυδαίων προθαλάμων και τριμμένων πεζουλιών κι ούτε ναών καν. Η αληθινή γαλήνη και η έκφραση του εαυτού έρχεται μονάχα τις σπάνιες εκείνες στιγμές που καταφέρνεις νίκη και ήττα των εχθρών σου.
Μύρισα πριν λίγο το αποσμητικό χώρου του αυτοκινήτου. Βανίλια, σε κίτρινο διχτάκι. Την προηγούμενη της σύλληψης είχα γυρίσει όλα τα βενζινάδικα της εθνικής Χανίων-Ρεθύμνου ώσπου να το βρω. Σαν για ν'αποχαιρετήσω το Φιατάκι, να το αφήσω καθαρό και μοσχομυρισμένο. 'Οσο έλειπε, το σκέφτηκα κανα-δυο φορές αυτό το αποσμητικό. Σαν όλα τα "θέλω" μου, μού τ'αρνήθηκαν κι αυτό πεισματικά. Παντού είχε τελειώσει, δεν έβρισκαν, δεν είχαν. Κι εγώ να οδηγώ χωρίς πινακίδες, γιατί είχαν μείνει στο Ηράκλειο κι ας είχα πληρώσει το πρόστιμο, ίσαμε το τελευταίο βενζινάδικο της εθνικής όπου επιτέλους το βρήκα και το πήρα.
Ετοιμοθάνατοι όπως παντού και σ'όλα, μα με τη χάρη του θεού βρισκόμαστε. Σ'ένα εύθραυστο σαν κουκούλι μεταξιού ή διάσιμο αράχνης παρόν, όπου ότι λατρέψαμε πράγμα ή ζωντανό κρατά μια θέση κι αυτό και ζει, μαζί μας, φαινομενικά σαν όλων των άλλων μια ζωή μα, εκείνοι που μας πυροβολούν γνωρίζουν, πόσο θνητή κι αθάνατη είναι.-