Part II
  Part I | Part II | Part III | Signature | That's all  

6. ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΛΟ

Από το απόκομμα με τις συχνότητες των ραδιοφωνικών σταθμών της Ελευθεροτυπίας προσπάθησα να βρω τους σταθμούς που παίζουν ξένη μουσική. Είναι η μόνη μου ελπίδα για ηχομόνωση και ειδήσεις καθώς οι μεταχειρισμένες μου μπαταρίες δεν σηκώνουν κασετόφωνο στο γουώκμαν και ελληνικά τραγούδια δεν αντέχω εύκολα. Χτες, στην τύχη, έπιανα μόνο τον ΚΛΙΚ FM που δεν αντέχω επίσης και τόσο και γιατί διαφημίζει τη LAVAZZA. Επί πλέον: Καλλιστεία... Δήμητρα: καινούριο λουκ, καινούριο βιβλίο... Το Μελωδία το γράφει στα 100 ενώ εγώ το πιάνω ανέκαθεν στο 103.3. Μπορώ να εμπιστευθώ το απόκομμα; Aλλά τώρα πιάνω Γαλαξία στη σωστή συχνότητα και κάτι κυριλέ κρατικές ειδήσεις. Άρα μπορώ. Τι είναι αυτό; Ελληνικό; Έστω και ραποειδές; Αλλάζουμε. KISS FM. ΄Oχι ότι φτάνει τίποτα τον Ευβοικό σταθμό που δεν ξέρω τ'όνομά του...
Τώρα δεν ακούμε πολύ δυνατά τους απέξω να λένε για τους σεισμούς, για το αν θα βρέξει και όλα όσα ξέρουμε πολύ καλά από πού τους κατεβαίνουνε.
Γράφω ενώ το ραδιόφωνο λέει "you drive me crazy" και μου θυμίζει την πρώτη μου αγωνία σήμερα: ο σκύλος είναι καλά;
Τώρα κοιμάται. Πριν λίγο έφαγε όπως πάντα: στην αρχή στραβομουτσουνιάζοντας στην κονσέρβα, κατόπιν σιγά-σιγά λίγο ψωμάκι, τυρί, βουτηγμένα στη σάλτσα και τέλος κονσέρβα. Ωστόσο είμαι ανήσυχη γι'αυτόν. Πρωί-πρωί έκανε εμετό. Μόλις πήρα το 131 της Panafon για να ζητήσω συνεργείο αυτοκινήτων και μου΄δωσαν άσχετο αριθμό. Συνήθως αυτό συμβαίνει με το 131 του ΟΤΕ, ως τώρα με το 131 της Panafon ήμουν ενθουσιασμένη. Αμέσως ο Μπόρα έκανε εμετό τα κοκκαλάκια από το χθεσινοβραδυνό αρνί, επιβεβαιώνοντας έτσι την επιφυλακτικότητά μου. Εν τέλει δεν είναι μόνο τα κόκκαλα από το χοιρινό και το κοτόπουλο αλλά και το αρνί. Καλά θα κάνω ν'αποφεύγω κάθε μικρό κόκκαλο μάλλον.
Ξεκίνησα καλώντας το 8640080 από τη μικρή αγγελία με τα τεστ νοημοσύνης και επιστημονικές προβλέψεις. Μου βγήκε Διανοητική-Σαιεντολογία και παρακάλεσα ευγενικά να με πληροφορήσουν πού μπορώ να προμηθευτώ το τεστ προσωπικότητας του Μιννεσότα. Από τις ευρωεκλογές, τότε που μου λέγανε για το χιλιαρικάκι στα Κάστρα, με τον Αλβανό και την αστυνομία, παρακαλούσα το Νέστορος να μου το προμηθέψει μαζί με την αξιολόγηση μήπως μπορέσω ν'αυτοπροστατευθώ κάπως. Φυσικά, δεν έγινε τίποτα. Ναι, εντάξει, αύριο, μεθαύριο, λυπάμαι, δεν γίνεται.
Η κυρία που απάντησε στο τηλέφωνο δεν ήταν αρνητική. Γνωρίζει περί τίνος πρόκειται, αν τύχει να πληροφορηθεί κάτι μπορώ να καλέσω ξανά;
Στη συνέχεια πλήρης καθαριότητα του χώρου, με τους απέξω να λένε αυτά που δεν ακούμε, με το ραδιοφωνάκι στο δυνατό (βρήκα τρόπο να διορθώσω το μπουτόν του ήχου) και ο Μπόρα μοιάζει καταπονημένος κι εξαντλημένος, σχεδόν άρρωστος. Όταν ήθελα να τον μετακινήσω για να καθαρίσω εκεί που κάθεται δεν κουνιόταν με τίποτα, άλλοτε δεν περιμένει καν να του το πω. Χτες βράδυ, όταν επί τέλους κατορθώσαμε να μπούμε στο αμάξι, έπεσε με τόσο παράπονο και ανακούφιση μαζί στο σλίπιγκ μπαγκ και αποκοιμήθηκε βρίζοντας κάι-κάι μακρόσυρτα, που αν δεν ήμουν μια απ΄τα ίδια θα ξεραινόμουν στα γέλια. Και τώρα είμαι ανήσυχη γι΄αυτόν. Τελείωσα το τακτοποίημα, έφαγα και κατόρθωσα να τον ταίσω -κοιμάται ξανά και κάπως καθησύχασα.
Εχτές ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ.
Μπροστά μου μόλις πάρκαρε ένα ασημί αμάξι. Ο οδηγός του μοιάζει με τον αδερφό του μηχανικού που τρεις μέρες τώρα με τρέχει για να φτιάξει τη νέα βλάβη του αμαξιού. Λεωφόρος Σταμάτας, μεταξύ Δροσιάς και ΄Ανοιξης. Φτάσαμε εδώ μετά πολλών εμποδίων ως συνήθως με το αμάξι ακινητοποιημένο, αυτή τη φορά στο Διόνυσο, του άφησα τα κλειδιά να πάει να το πάρει και όταν του έβαλα το θέμα του χρόνου, μου έκανε ανακριτικές ερωτήσεις για το πού μένω.
Πήγα στην τράπεζα, ψώνισα τρόφιμα, πήγα στα παιδιά πτώμα στην κούραση και φοβόμουν μην με στραπατσάρει ο Στάθης.
Αλλά ο Στάθης έλειπε και στην είσοδο στεκόταν ο μοναδικός -μαύρος με άσπρο πόδι- σκύλος σε όλη μας την περιπλάνηση στο Διόνυσο εκείνο το πρωί που ήταν φιλικός με το Μπόρα σε σημείο να μην μπορούμε να ξεχωρίσουμε.
Πού ήξερες ότι ερχόμαστε εδώ; τον ρωτώ γιατί εκεί που τον είχαμε δει ήτανε κάμποσο μακρυά.
Αλλά πριν να μου απαντήσει άνοιξε την πόρτα ο Τηλέμαχος που μετά από έξι μήνες που είχα να τον δω δεν ήταν πια ο Τηλέμαχος που ήξερα αλλά ένας ψηλέας με γένια και μακριά κανιά, ίδιος ο Διονύσης, καμία σχέση με το γουρουνάκι μου. Τώρα πρέπει να σηκώνω το κεφάλι για να του μιλάω και να ψάχνω παραμέσα για να τον βρω. Μου είπε πως το σκυλί είναι δικό τους. Μπαίνοντας μέσα η πρώτη μου δουλειά να ρωτήσω για το Διονύση που τόσο καιρό ρωτώ Στάθη και μάνα μου τι έκανε μετά το λύκειο και δεν μου λένε. Μου είπε επί τέλους και με έκανε ευτυχισμένη για τρεις τουλάχιστο λόγους. Δούλεψε τρεις μήνες το καλοκαίρι, έχει μόνιμο δεσμό μ'ένα όμορφο και καλό κορίτσι και το σπουδαιότερο, γράφτηκε στη σχολή Βακαλό. Αυτή η επιλογή μού χάρισε αφάνταστη χαρά. Κατόπιν -μονάχα- είδα τον Τηλέμαχο και του έκανα όλες μου τις παρατηρήσεις και διαμαρτυρίες για την άβολη κατάσταση. Πώς θα χαιδεύω; Πώς θα φιλάω; Πώς θα τον φωνάζω;
Την ώρα εκείνη φθάνει η θεία τους η Δέσποινα: η ατμόσφαιρα πήγε να ψυχράνει.
Παίρνει ο Στάθης τηλέφωνο: ως τις 3.00 να έχεις ξεκουμπιστεί να φύγεις. Ο Διονύσης θα γυρίσει μετά τις 3.00 από τη σχολή και τον στέλνω. Ως φαίνεται δεν έμεινε ικανοποιημένος γιατί κάνει ντρίπλα. Τηλεφωνεί ξανά και ρωτά τη θεία για το ωράριο του Τηλέμαχου. Την ακούω να του απαντά ότι έχει τριήμερη αργία και καθόλου διάβασμα. Με ζητά ξανά κι ενώ περιμένω να μου δώσει την άδεια να μείνω:
-Αν δεν έχεις τσακιστεί να φύγεις ως τις 3.00 θα'ρθω να σε γαμήσω και δεν θα ξαναπάρεις φράγκο.
-Έγινε, του απαντώ και κλείνω. Ξέρω κι απ'άλλοτε τη χειρουργική του τεχνική ψυχολογικής κακοποίησής μου, μα τώρα επιφυλάσσομαι για κείνο που μπορεί να τον κάνει να μετανοήσει και δεν πονώ. Τακτοποιώ την τσάντα μου. Όταν είμαι έξω αυτή είναι ο προσωπικός χώρος που αντιστοιχεί στον εαυτό, όπως το σπίτι, το αμάξι ή το ξενοδοχείο άλλοτε κι αλλού.
Κάνω το πρόγραμμά μου και δυο τηλέφωνα, ο Μαχούλης από μέσα απ΄την κουζίνα ενώ τρώει με ρωτά για το σεισμό, πού με βρήκε και μου λέει ότι φοβήθηκε.
-Στο αμάξι, έξω απ΄το συνεργείο, του λέω. Και:
-Δεν μου μοιάζεις;
-Δηλαδή;
-Ότι δύσκολα φοβάμαι. Εκτός αν είναι θέμα ηλικίας.
Νωρίτερα μού είχε πει ότι ετοιμάζεται να ηχογραφήσει με την κιθάρα του στο στούντιο. Εγώ ήθελα ν'ακούσω με τ'αυτιά μου για να πειστώ, γιατί την τελευταία φορά που τον άκουσα ήταν όλο ωχ, μπερδεύτηκα κι εδώ έκανα λάθος.
Αλλά δεν ήθελε γιατί, λέει, κομπλάρει.
Κι εκεί επάνω ήρθε ο Διονύσης που τον πήρα με το μαλακό μην του κάνω τίποτα και θυμώσει. Ήμουν δηλαδή αυτό που λέμε άνετη.
Τα νέα σου τα νέα μου και τότε ήταν που τον ρώτησα τι ειδικότητα θα πάρει στη σχολή και μου είπε σκέφτομαι αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων κι έγινε το ντεκλίκ στην καρδιά μου και παρ'ολίγο να με πάρουν τα κλάματα. Θυμήθηκα το ΄93, με ψυχοφάρμακα και μηδέν εισόδημα να παρακαλάω τη μάνα μου και τη γιαγιά μου για ένα δεκάρικο και να με ρωτούν τι το θέλω, που ξεκίνησα μ'ένα ταξί και πήγα απ΄το σπίτι του πατέρα τους να τους πάρω να τους πάω στην έκθεση αποφοίτων της Άκτο και τι τρομερή Οδύσσεια ήταν να κατορθώσω να βρω τα μέσα να το κάνω και τον τρόπο να υπερνικήσω τις αντιρρήσεις απ΄το περιβάλλον τους και τις δικές τους -τι άπειρες αντιξοότητες.
Κατόπιν κανείς δεν χάρηκε και δεν ευχαριστήθηκε, καλή κουβέντα δεν άκουσα και ξεχάστηκε το όλο γεγονός, ως τώρα όταν κουβεντιάζαμε για το τι θα κάνει αργότερα έπεφταν στο τραπέζι κάτι μάτσο επαγγέλματα, σεκιουριτάς, καταδρομέας, βατραχάνθρωπος κάτι τέτοια τέλος πάντων. Και ήμουν ευχαριστημένη αφού κι εγώ ήθελα να κάνω καταδύσεις, μόνο που με πείραζε ο κίνδυνος ζωής.
Μου ήρθε ξαφνικό κι έπαψα να μιλώ. Μέσα μου δούλευε εκείνο το σπιτάκι από χαρτόνι που είχα φτιάξει στα 11, οι σκέψεις για αρχιτεκτονική και Καλών Τεχνών πριν γνωρίσω το Στάθη κι αλλάξω άρον-άρον κατεύθυνση σπουδών, το νοιάσιμό μου για τη ζωγραφική του παιδιού και ό,τι θα μπορούσε να του δώσει αξία κι ικανοποίηση και να τον βγάλει από αποτυχίες και μειονεξίες. Του το είπα με λίγα λόγια καλύτερα όταν έφυγε η θεία του από τη μέση, δεν με βλέπεις, δεν μου το όφειλες και είμαι συγκινημένη.
Ο Μπόρα ήταν ανήσυχος και φύγαμε χωρίς να θέλω και χωρίς να μου'χει φτάσει, κυρίως για τον Τηλέμαχο που ενώ μιλούσα με το Διονύση πήγε μέσα κι άρχισε να παίζει σε μια κιθάρα που δεν κατάλαβα αν ήταν ηλεκτρική ή ακουστική, πολύ όμορφα.
Πήρα από ένα θυμητάρι απ΄τον καθένα, cd, ζωγραφιά, έγινα γελοία άλλη μια φορά όπως όποτε προσπαθώ να αποχαιρετήσω το μικρό και μου είναι αδύνατο να ξεκολλήσω και φύγαμε η ώρα τέσσερις, χάρη στο Μπόρα όχι χάρη στις απειλές του Στάθη, έγκαιρα όμως για να δούμε τι γίνεται με το αυτοκίνητο.
Το αυτοκίνητο δεν το είχε κοιτάξει. Πίεζε να το αφήσω και να φύγω το γρηγορότερο, πίεζα να κάνω δυο τηλέφωνα να βρω κανένα ξενοδοχείο. Δεν με άφηνε ούτε αυτό. Φοβόταν μην χάσει τίποτα απ'το γραφείο του, ο αχρείος, έτσι είπε. Τον έβαλα να βγάλει απέξω το αμάξι για την περίπτωση που το ξενοδοχείο μου έκανε τίποτα με το σκύλο κι έμενα στο δρόμο. Λύσσαξε αλλά το έβγαλε. Βρήκα ένα ξενοδοχείο με 10.000, δεν είχα επιλογή. Πήγα και κοιμήθηκα και γι'αυτό δεν θα πω τίποτε γιατί όποτε μπορώ να κοιμηθώ κάπου χωρίς ανθρώπους να με βασανίζουν, να μπορώ να πλυθώ και να βάλω μπουγάδα κι ίσως να δω και τηλεόραση όπως εδώ, είναι ο παράδεισος για μένα και λεπτομέρειες δεν υπάρχουν πια. Ίσως μόνο ότι βρήκα στο συρτάρι ένα σουγιά. Τον πήρα.
Την άλλη μέρα το πρωί, καθαρή-τακτική και χωρίς μουστάκι, έφυγα για τα περαιτέρω.
Ο Μπόρα είχε επίμονη έλξη για την Εθνική Οδό και τραβώντας με προς τα εκεί έκανα φορτωμένη με ένα αρκετού βάρους σάκκο πολλά χιλιόμετρα. Υποτίθεται πως ψάχναμε για το κάμπιγκ Νέα Κηφισιά, αλλά όταν πλησιάσαμε αρκετά ανακαλύψαμε αυτό που ξέραμε ήδη ότι η σκηνή είχε μείνει στο αμάξι και ότι αυτό το κάμπιγκ δεν διαθέτει μπαγκαλόους ή τροχόσπιτα.
Ευτυχώς είχα προλάβει να κάνω κάτι χρήσιμο, να στείλω ένα fax στα Χανιά με το βιογραφικό σημείωμα που μου ζήτησαν από κείνη τη δουλειά που απάντησα στην αγγελία της. Στην Εθνική, στου Βασιλόπουλου στροφή αριστερά ως τη Διονύσου στο ύψος της Εκάλης κι από κει πορεία ως την Κηφισιά όπου ήξερα ότι υπάρχουν δυο ιντερνέτ καφέ.
Στην πλατεία παίρνω το Αθηνόραμα τηλεφωνώ και παρακαλώ την κοπέλλα να μου βρει αν μπορεί τις διευθύνσεις τους που τις είχαν δημοσιεύσει τέλη Αυγούστου.
Μια μικρή Οδύσσεια ξανά ωσότου βρω κάρτα Panafon των 2.000 ή τηλεκαμπίνα να λειτουργεί.
Μέχρι να ψάξει η κοπέλλα ρωτώ στο καφενείο στη γωνία της καθέτου του Βάρσου με την πρώτη παράλληλο της Κηφισίας.
Μου λέει η σερβιτόρα δεν ξέρω, στο περίπτερο ρωτήσατε;
-Mάλλον θ'αστειέυεστε, της απαντώ.
-Δεν έχει, μου λέει.
-'Εχει δύο, της λέω κι εγώ.
Η κοπέλλα από το Αθηνόραμα μου τις βρίσκει, είναι δίπλα εκεί, Κυριαζή και Δροσίνη.
Πάω, το βρίσκω, ο κομπιουτεράς επιμένει να με κεράσει Amita, είναι η δεύτερη που μου μπουρθώνουν τις μέρες αυτές με το στανιό, καταπίνω την πικρή γεύση, παίρνω το e-mail μου, δεν κατορθώνω να βγω σε καμιά διεύθυνση, όπως όλο τον καιρό που είμαι στο δρόμο, απαντώ σ'ένα μήνυμα, ο Μπόρα έχει απαιτήσει να κοιμάται στα πόδια μου ενόσω είμαι στον υπολογιστή.
Φεύγουμε, πορεία στο συνεργείο το οποίο δεν έχει δει ακόμα το αμάξι και υποσχέθηκε να'χει αφήσει μέσα το κλειδί επειδή θα κλείσουν.
Δεν προφθαίνουμε να φθάσουμε νωρίς (δεν αισθάνομαι καλά με το αμάξι ανοιχτό) και ψάχνω για ταξί.
Σταματά μπροστά μου μια διπλοκούρσα κι επιμένει να μας πάρει.
-Κράτα το σκύλο μη μας γλύψει, γιατί μου φαίνεται ερωτιάρης.
-Δεν είναι ερωτιάρης, είναι φιλικός, λέω στον ταξιτζή.
-Θηλυκός;
-Φι, ευτυχώς για σας.
Ο Μπόρα τον μυρίζει.
Υβρεολόγιο.
-Συγγνώμη που δεν τον είδα, είμαι κουρασμένη και έκλεισα τα μάτια μου.
Ο πελάτης τον σκουντάει να σταματήσει τους προπηλακισμούς. Όταν κατεβαίνει, κατεβαίνω κι εγώ, νωρίτερα απ'ό,τι είχα πει στον ταξιτζή, αυτός απαιτεί να ξεσκονίσω κι εγώ κάνω ότι δεν ακούω.
Συνεργείο. Δεν έχει αφήσει κανένα κλειδί, δεν έχει κλείσει, πάω και το παίρνω, μπαίνω στο αμάξι, σωριάζομαι.
Είμαι ευτυχισμένη που έφτασα σ'αυτό το πράγμα-μέρος που αγαπώ, παρκαρισμένο μες στη μέση ενός σκοτεινού πάρκιγκ άδειου σχεδόν τώρα που αργότερα γέμισε κι άδειασε πολλές φορές. Τη στιγμή που γράφω είναι στα δεξιά και απέναντί μου, μάλλον γεμάτο και είναι 28η Οκτώβρη 1999.
Πίσω στο χτες, ξημερώνει, αφήνουμε στις 10 τα κλειδιά στο συνεργείο υπόσχεται ότι θα το κοιτάξει αμέσως, ξεκινάμε με τα πόδια για τη Νέα Μάκρη να πάρουμε το διαβατήριο και τα ρούχα που έπλυνα κι άπλωσα στο κάμπιγκ απ'όπου μας εκδίωξαν τόσο επεισοδιακά που να πρέπει ν'αρχίσουμε καινούρια διήγηση γι'αυτό, λίγο πριν ακινητοποιηθεί το αμάξι. Υποσχέθηκα να πάω το αργότερο σήμερα ελπίζοντας να'χει φτιαχτεί η βλάβη αλλά, έτσι όπως είναι η κατάσταση -ξανά με τα πόδια.
Κατουριέμαι και σταματώ στα δεξιά της Διονύσου σ'ένα καφέ απέναντι απ΄την ταβέρνα ΄Ανθρωπος: Μια ξανθειά γυναίκα μου λέει "Όχι με το σκύλο, όμως!"
-Όχι βέβαια, της χαμογελάω και δένω το Μπόρα στην κολώνα. Δίπλα δυο κοριτσάκια με μούρη νυφίτσας κάτι γράφουν σ'ένα μαυροπίνακα. Μπαίνω, κατουράω, πλένομαι.
Βγαίνω, ακούω από μέσα τον Μπόρα να θρηνεί, της λέω ευχαριστώ, πάω και τον λύνω.
Το κοριτσάκι μου λέει:
-Κλαίει...
-Δεν μπορείς να κάνεις χωρίς μαμά ούτε λεπτό; λέω στον Μπόρα.
-Να τον χαιδέψω; επιμένει το κοριτσάκι.
-Για να δούμε αν θέλει, λέω εγώ κι ο Μπόρα κατευθύνεται κατηγορηματικά προς το εσωτερικό της καφετέριας απ'όπου τον απέκλεισε η μητέρα τους και μουλαρώνει στο χαλάκι της εισόδου.
-Κι εμείς έχουμε ένα σκυλί στο σπίτι, αλλά είναι τρελλό, λέει το μεγαλύτερο κοριτσάκι.
-Τρελλό ή κακό, λέω εγώ.
-Τρελλό, επαναλμβάνει αυτό με έμφαση.
-Το δικό μου είναι κακό, της λέω.
Αιφνιδιάζεται κι ύστερα πάει να φέρει αντιρρήσεις.
-Δεεεν είναι κακό, λέει διστακτικά.
-Μα πώς, δεν βλέπεις, της λέω. Του λες μην κάνεις αυτό και κάνει το αντίθετο.
-Κι εσύ να του λες το αντίθετο να κάνει αυτό που θες.
-Μπα, γελάω, από πότε τα παιδάκια γίνανε πονηρά;
Εκείνη κάνει μια γκριμάτσα αναγνώρισης κι απαντά "από σήμερα" σέρνοντας το α-ειρωνικά, αποδοκιμαστικά.
Ο Μπόρα ξεκινά να φύγει και με σέρνει -φεύγοντας συνειδητοποιώ ότι η μικρή στο μαυροπίνακα έγραφε 696969...
Η πορεία ως τη Νέα Μάκρη είναι μακριά και δύσκολη, τα χιλιόμετρα -ρώτησα αργότερα- είναι 25, κάθομαι σε μια πέτρα να βγάλω τις κάλτσες μου όμως ο Μπόρα ανυπομονεί.
Με το περπάτημα, διάφορες σκέψεις περνούν από το μυαλό μου και ξαφνικά μου κάνει φλας μια ανάμνηση από την παιδική ηλικία: έκτη δημοτικού και η Χριστίνα Πουλίδου, δεύτερη καλύτερη μαθήτρια μετά από μένα στην τάξη, προσφέρεται να με πληροφορήσει ό,τι έμαθε σχετικά με το "πώς κάνουν έρωτα οι μεγάλοι". Αρνούμαι κατηγορηματικά και υπερήφανα κάθε κουβέντα σχετικά.
Έτυχα και ο άνθρωπος, γαμώτο, βρίζω τον εαυτό μου μεγαλόφωνα,περπατώντας στα όρια του Διονύσου με τη Νέα Μάκρη.
Κάνουμε μια στάση για φαί και ξεκούραση στο πλάι του δρόμου κι όσο είμαστε κοντά στο κράσπεδο κι ορατοί απ΄τα περαστικά αυτοκίνητα, ο Μπόρα γκρινιάζει αλλά όπως πάμε παραμέσα κοιμάται βαθειά, μετά το φαί κι εγώ γαληνεύω πολύ.
Ένα τσίμπημα στο χέρι μου με βγάζει από την ονειροπόληση και βλέπω να με καρφώνει ένα κουνούπι δυο πόντους μακρύ με καφέ αδιαφανή φτερά και ουρά σκορπιού.
Ξεκινάμε ξανά και σε μια καμμένη πλαγιά που κόβουμε δρόμο για ν'αποφύγουμε μια στροφή δυο-τριών χιλιομέτρων βλέπουμε να΄χουν φυτρώσει νεαρά πεύκα από σπόρο, όχι αναδάσωση και λέω στο Μπόρα:
-Σε λίγα χρόνια εδώ θα΄ναι όπως και πρώτα.
Βλέπουμε μια τεράστια ακρίδα, γκρι με διπλό ζευγάρι φτερά και μακρυά ουρά και του λέω ξανά:
-Μπορεί αυτά τα έντομα που βλέπουμε να μην τα'χει δει άλλος κανείς κι αν δεν το γράψουμε κάπου ίσως και να μην μάθει κανείς πως υπάρχουν.
Κοντά στη Νέα Μάκρη μια μπλε Μερσεντές παλιό μοντέλο, παρκαρισμένη στα δεξιά του δρόμου. Περνάμε απέναντι για να την αποφύγουμε και η κοπέλλα που οδηγεί βιάζεται να μας πει:
-Σταματήσαμε να σας πάρουμε αλλά δεν μπορούμε, γιατί έχουμε κι εμείς σκύλο.
-Δεν είναι αυτή η αιτία που δεν μας παίρνετε, της λέω, ελπίζοντας να αντιλαμβάνεται πως αν θέλαμε lift δεν θα τσακιζόμαστε να περάσουμε απέναντι καθώς και ότι έπρεπε να ξέρει ότι έχει σκύλο προτού σταματήσει, υποτίθεται, για να μας πάρει.
-Καλό δρόμο.
-Το ίδιο.
Σχεδόν έξω απ'το κάμπιγκ ο Μπόρα με σέρνει σ'ένα περίπτερο.
-Τι θέλετε;
-Εγώ τίποτα, ο σκύλος μου κάτι θέλει.
-Να μας δει;
-΄Oχι, να ψωνίσουμε θέλει, τους λέω.
-Τσίχλα κάνει;
-Mάλλον κάτι σε πιο στέρεο, απαντώ.
Ψωνίζουμε 3000 δρχ. πράγματα, είναι κατευχαριστημένοι, φεύγουμε.
Παίρνουμε τα ρούχα και το διαβατήριο απ΄το κάμπιγκ και πηγαίνουμε στην παραλία της
Ν. Μάκρης να φάμε.
Καθόμαστε στο πεζούλι πάνω απ΄τα βότσαλα της παραλίας, πλάι στο κέντρο Αύρα που το ξέρω κι από άλλες φορές. Τρώμε το σάντουιτς, το παγωτό Scandal, το κρουασανάκι 7 days με γέμισι μιλφέιγ και πίνουμε νερό.
Ο Μπόρα είναι ευτυχισμένος, ξαπλώνει και κάνει χαρές στα φύκια. Κι εγώ γαλήνια. Τελειώνουμε το φαί μας αργά, πετάμε τα σκουπίδια στον τενεκέ του δήμου, γύρω μας περνούν άνθρωποι που αισθάνομαι εχθρικούς, αλλά δεμένους, κάτι τους εμποδίζει να μας πλήξουν.
Σιγά-σιγά -ο σάκκος με τα ρούχα είναι βαρύς- πάμε μέχρι την τηλεκαμπίνα και τηλεφωνούμε στο συνεργείο να μάθουμε τι έχει και πόσο κοστίζει το αμάξι.
-Δεν το κοίταξα ακόμα, λέει ο μηχανικός στις 5 το απόγεμμα.
Παίρνουμε ένα ταξί και γυρίζουμε.
Στο συνεργείο έχουν την απαίτηση να κρατήσουν το αυτοκίνητο μέσα και να το φτιάξουν την Παρασκευή.
Ρωτάμε τι είχε, έπεσε η μηχανή.
-Γιατί, έφυγε μια βίδα.
-Λόγω φθοράς, λόγω λάθους οδήγησης;
-´Oχι, από την οδήγηση μπορεί εγώ να πάθω, η βίδα όχι.
-Το φτιάξατε; Nαι, αλλά έχει και ηλεκτρολογικό πρόβλημα.
-Θα έρθει ο ηλεκτρολόγος;
Συνεχίζουμε αυτή την πίεση, υψώνοντας τον τόνο της φωνής και στον μηχανικό που συστηματικά, από την ώρα που μας είδε, δεν απαντά στις παρατηρήσεις και τις ερωτήσεις μας παρά με το στανιό και προτιμά να απευθύνεται σες τρίτους για να τους πει διάφορα σχόλια που απαντούν έμμεσα σ'όσα λέμε, από το "όλα εγώ τα πληρώνω, εγώ τρέχω για όλα" έως το "ο ιδρώτας μου βρωμάει" απαντάμε "καλύτερα να στέλνεις και κανένα να βοηθήσει".
"Μα πώς να πάει χωρίς αμάξι -ο πελάτης να βρει ανταλλακτικά-". "Ας πάει με τα πόδια, ας πάει με ταξί".
Έτσι κατορθώνουμε να μας επισκευάσουν το αμάξι εδώ και τώρα αντί την μεθεπομένη με μια ως εκ τούτου, κατά μέτωπο επίθεση μόλις δεν έχουμε τα λεφτά να πληρώσουμε τοις μετρητοίς.
Υπενθυμίζουμε ότι στις 5.00 το απόγεμμα που τηλεφωνήσαμε να μάθουμε το κόστος όπως μας είχαν πει, δεν είχαν καν κοιτάξει το αμάξι.
Κλείνουν το συνεργείο, κρατούν τα κλειδιά μας, περιμένουμε ως τις 11 που μας στέλνουν τα λεφτά, καθισμένοι στη γωνιά του δρόμου, ο Μπόρα βρίζει και απαιτεί να μπούμε αμέσως μέσα στο αμάξι, έστω με διάρρηξη, έρχονται τα λεφτά, τηλεφωνούμε στο μηχανικό, βγαίνει απ΄το σπίτι του πάνω απ΄το συνεργείο, μετρά τα λεφτά τρεις φορές ως εάν επρόκειτο να τον κλέψουμε, μας δίνει τα κλειδιά, μπαίνουμε μέσα.
Ο Μπόρα σωριάζεται στο εμπριμέ βουλγάρικο σοσιαλιστικό σλίπιγκ-μπαγκ που πλένουμε, μπαλώνουμε και σκεπαζόμαστε, κάνοντας διάφορα γαλλικά σχόλια που με κάνουν να δαγκώνομαι για να μη βάλω τα γέλια, όπως είπα. Κι εγώ έχω αρχίσει ν΄ανησυχώ γι'αυτόν.


  7. YOU NEED HELP? (Ο ΣΕΞΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ) Eίναι 21 του Οκτώβρη. Ο σκύλος στα πόδια μου λαχανιάζει. Μπορεί απ΄τη ζέστη, αν κι έχω ανοίξει τα δυο παράθυρα κι εγώ, εδώ, στα ψηλά, δροσίζομαι. Μα κείνος μπήκε στη θέση κάτω απ΄το τιμόνι, με μεγάλη επιμονή, όπως όταν δεν θέλει να ξεκινήσω.
Είμαι κατά μεσής πάνω από ένα μικροσκοπικό χωμάτινο γεφύρι ανάμεσα στα μύρτα, πέρα απ'την έκταση ενός ξενοδοχείου, το λένε "Αιγαίον hotel", στο Σούνιο. 'Εχω μείνει, δεν ξέρω από τι.
Απέναντί μου ακούω τα γέλια των λουομένων και οι τουρίστες που όργωσαν τον κατσικόδρομο χτες το απόγευμα και σήμερα το πρωί απ'όταν ήρθαμε, χαμογελούν συγκαταβατικά ενώ εγώ προσπαθώ εναγώνια να βάλω μπροστά και να κάνω μανούβρες για να γυρίσω τουλάχιστο με τη μούρη εμπρός.
Αυτή τη στιγμή ακούω πίσω μου τα θάμνα να χαρχαλεύουν, σημάδι ότι κάτι ζωντανό μας πλησιάζει. Πιθανότατα, όπως κάθε φορά που έχω κάποιο πρόβλημα θα ρωτήσουν τι έχω κι ύστερα θα μου ζητήσουν τα ρέστα, αυτή είναι η τυπική διαδικασία. Συνήθως μετά απ'αυτό, αν έχουμε ένα πρόβλημα γίνεται δυο, τουλάχιστον. Δεν είναι βλέπεις, πάντα δυνατόν, να πεις ευχαριστώ δεν έχω τίποτα.
Ωστόσο θυμάμαι, για να πάρω κουράγιο, τις δέκα και δύο φορές που το αμάξι έμεινε και χωρίς άλλη παρέμβαση από την παρέμβαση του χρόνου μετά ξεκίνησε ξανά.
Το μέρος είναι κατάλληλο για να μας συμβεί κάτι τέτοιο. Δέκα χιλιόμετρα από τον κοντινότερο οικισμό, κι εμείς δεν έχουμε φαί, δεν έχουμε λεφτά, δεν έχουμε νερό, δεν έχουμε τηλεκάρτα και μονάδες στο κινητό.
Εγώ όμως ελπίζω ότι θα ξεκινήσω, ότι θα μπορέσω να ξεκινήσω μετά από κάποιο χρόνο.
Η μόνη εξήγηση είναι στη χτεσινή μέρα, αρχινώντας από εκεί που μου ήρθε η φαεινή ιδέα να στρίψω αντί προς Σούνιο, δεξιά προς Βουλιαγμένη, επειδή είδα μια κόκκινη βίλλα πάνω σ'ένα λόφο, ψάχνοντας για τη θάλασσα, προτού πάω να βρω ταχυδρ. κουτί και τηλεκαμπίνα, περιμένοντας να λήξει η valeur για να σηκώσω χρήματα απ'το μηχάνημα. Στο τέλος του δρόμου ένα ξενοδοχείο που εκείνη την ώρα έμοιαζε έρημο αλλά όταν "εγκατασταθήκαμε" γέμισε εντελώς ξαφνικά πελάτες, φώτα, τουρισμό.
Περνώντας την αυλή του έβγαινα στο μονοπάτι με το γεφυράκι και τα μύρτα και το αποτόλμησα αν και στενοποριά, για να είμαι σε δημόσιο και όχι ιδιωτικό χώρο καθώς δεν παύω να ελπίζω απ'όταν ξεκίνησα ότι κάπου ακόμα, σ'αυτή τη χώρα, υπάρχει δημόσια γη, για τον οδοιπόρο και τον ταξιδιώτη, ένα δάσος, ένα βουνό, μια παραλία, όπου να μπορείς να σταθείς να ξαποστάσεις χωρίς να σου ζητούν το λόγο, αγρότες, χωριάτες, δραγάτες και αστυνομικοί.
Πάνω λοιπόν, στο γεφυράκι, έμεινα.
Δεξιά, δυο ξένοι, οι μόνοι στην παραλία την ώρα εκείνη, μια σύζυγος -ως φαίνεται- εξαιρετικά ρυτιδωμένη κι ένας άντρας θαλλερός τυλιγμένος απ'τη μέση και κάτω με μια άσπρη πετσέτα.
Καθώς έμεινα -και πάλευα- να ξαναξεκινήσω, ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Μόλις κατόρθωσα να περάσω το γεφύρι και να παρκάρω δεξιά μέσα στα μύρτα και βγήκα να δω αν όλα παν καλά, ο άντρας έβγαλε τη μούρη του απ'το υψωματάκι κοιτώντας με αρχικά με μίσος.
Κατόπιν ρώτησε αγγλικά αν χρειάζομαι βοήθεια.
-Never, απαντώ δυνατά και ευκρινώς, αλλά εκείνος πλησιάζει και ξαναρωτά.
-Ι said, τον διακόπτω, I said never.
-Never what?
-Νever what you asked, του λέω.
Εκείνος ρίχνει μια ματιά στο αμάξι και επαναλαμβάνει κοιτώντας με νόημα την κακοτοπιά του μέρους.
-Ah, you never need help...
Και φεύγει.
Εξαντλημένη. Έφτιαξα το χώρο μας και άπλωσα πάνω στα θάμνα εκείνα τα ρούχα που έπλυνα τόσο κινηματογραφικά την προηγουμένη, στην παραλία της μαρίνας, στο Λαύριο.
Σκέφτηκα ότι ίσως να διακρίνονται απ'το ξενοδοχείο και τα μετατόπισα πιο χαμηλά, μπρος στο αμάξι, χτενίστηκα, έβαλα το μαγιό μου και αντηλιακό και βγήκα με το Μπόρα στην παραλία.
Στην αρχή ήταν πανευτυχής, έκανε κύκλους καλπάζοντας σ'όλη την έκταση της αμμουδιάς, πέρα απ΄το φράχτη του ξενοδοχείου: είμαστε μόνοι σ'εκείνο το κομμάτι της ακρογιαλιάς.
Κοιτούσαν, αλλά δεν περνούσαν τα σύνορα, μια νεαρή προσπάθησε κι άλλαξε γνώμη.
Όμως, φοβήθηκα να τον έχω λυτό, μη δημιουργηθεί οποιοδήποτε πρόβλημα, πήγα κι έφερα το λουρί του. Εκείνος δεν είναι ευχαριστημένος κι όταν προσπάθησα να μπω στη θάλασσα, και όταν κατά λάθος κάθησε πάνω στις εφημερίδες μου και τις τράβηξα, τότε
γάβγισε δυνατά και θυμωμένα.
Τον πήρα και φύγαμε, προσπάθησα να καθήσω σε ένα φυσικό κοίλωμα ανάμεσα στα θάμνα για να διαβάσω, αλλά ως δια μαγείας η παραλία "μας", εκείνο το κομμάτι που ήταν μόνο δικό μας όταν βγήκαμε, γέμισε τουρίστες, που ξεχύθηκαν από παντού, περνούσαν πλάι μας, εμπρός μας, πίσω μας, σε θάλασσα και στεριά, κατέβηκαν απ'τον αμαξιτό πάνω μες απ΄τα χώματα και τις πέτρες πήγαν απ΄την αυλή του ξενοδοχείου και ξανάφυγαν, γριες δασκάλες με παιδιά κι ό,τι άλλο φανταστείς, κάθε εθνικότητας και ηλικίας.
Κι ένα στρατιωτικό ελικόπτερο πέρασε πολύ χαμηλά κοντά μας κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο.
Αυτή η δανέζα, ή σκανδιναβή πάντως, δασκάλα κόντεψε να πατήσει μέσα στον κουβά με τα ρούχα που είχα πίσω απ΄τ'αμάξι, πέρασε ανάμεσα απ'αυτόν και το αμάξι που το είχα άκρη-άκρη κολλημένο στη μυρτιά.
Mαζευτήκαμε στο αυτοκίνητο. Προς το βράδυ ήταν πανέμορφα. Ήθελα να γράψω γι'αυτό. Γύρω σκοτεινά, έρημα, είχαν φύγει οι πάντες, μοναδικό φως το ξενοδοχείο που όσο ήταν μακρυά δεν μ'ενοχλούσε και τόσο.
Πίσω από τη λοφοκορφή ο ορίζοντας ένα γύρο άστραφτε.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν, δεν άκουγα ήχο βροντών, σκέφθηκα μήπως πάνω στην άσφαλτο είχε γίνει κανένα βραχυκύκλωμα στα καλώδια.
Ήμουν καλά και δεν έγραψα, γιατί διάβασα πρώτα και δεν πρόφτασα.
Κι ύστερα έπρεπε να πάω στο ξενοδοχείο να ζητήσω να μου πουν τον αριθμό τους να με πάρει πίσω αυτός από την άλλη αγγελία που δεν μπορούσε, λέει, να με καλέσει στο κινητό και ήθελε σταθερό τηλέφωνο. Sophisticated gentleman ζητά γραμματέα. Εν μέρει, γι' αυτό έστριψα προς το ξενοδοχείο στη μοιραία διασταύρωση.
Πήγα λοιπόν και επ'ευκαιρία παρακάλεσα να μου πουν πού μπορώ να γεμίσω νερό. Μου είπαν, στη βρύση πίσω απ΄τη σκάλα.
Ο κύριος Θάνος Καλαβρέσης ή κάπως έτσι, ήταν ψυχίατρος, σεξοθεραπευτής, μου έκανε προσωπικές ερωτήσεις στις οποίες απάντησα ειλικρινά, μου είπε ότι δεν πίστεψε αυτό που του είπα όταν τον πήρα το πρωί από το κινητό, ότι οδηγώ, ότι το σπίτι του στη Δροσιά έπαθε ζημιές από τους σεισμούς και ότι εάν επρόκειτο να επικοινωνήσω μαζί του ξανά, έπρεπε να τον πάρω από σταθερό τηλέφωνο.
Όταν πήγα να γεμίσω νερό, η βρύση δεν έτρεχε.
Και σήμερα το πρωί, το αυτοκίνητο δεν ξεκινούσε.

  8. O ΣΚΥΛΟΣ, Η ΓΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ Το δεύτερο κοχύλι της ευτυχίας το κρέμασα σήμερα στο αμάξι.
Είναι αυτό το σαν αυτάκι με τις εφτά τρύπες που όποιος το βρει θα ζήσει τόσα ευτυχισμένα χρόνια όσα κι οι τρύπες του. ΄Εχει επιστημονικό όνομα, επιφυλάσσομαι γι'αυτό. Αυτό το δεύτερο δεν είναι όπως το πρώτο αγοραστό, το βρήκαμε και πιάνει καλύτερα. Τρυφερό, στρογγυλό κι ελαφρά ρόδινο μάργαρο, ίσως γιατί βρέθηκε σ΄ελληνική παραλία μπρος στα πόδια μας ενώ το αγορασμένο από ένα τουριστικό μαγαζί στο Ηράκλειο σε μια στιγμή ευφορίας, μακρόστενο και σκληρό, ποιος ξέρει από ποια τροπική ακρογυαλιά να προέρχεται. Τούτο δω, μου το βρήκε ο Μπόρα.
Κοιμηθήκαμε όπως-όπως χτες βράδυ και φύγαμε άναυλα το πρωί -άναυλα σημαίνει χωρίς τακτοποίημα χώρου και πρόγραμμα, για κάπου όπου να μαζέψουμε κομμάτια και μυαλό. Μας καταδιώκουν, βλέπεις, όπου σταθούμε.
Και το κάπου, κάποιο σημείο στην παραλία της Νέας Αρτάκης. Έρημο μέρος, μια γλώσσα με κίτρινα ξερά χόρτα μες στο πέλαγος μ'ένα άσπρο οδόσημο στη μέση χωρίς να είναι βουνοκορφή ή δρόμος κι ένα ταρσανά στο ένα πλάι να βαρά ρυθμικά το σφυρί του -κι είπαμε αυτό δεν πειράζει.
Ακριβώς μόλις ετοιμαζόμουν να αφοδεύσω μες στο αμάξι με την τεχνική εκτάκτου ανάγκης (εφημερίδες, πλαστικό δοχείο, νερό, σακκούλα σκουπιδιών) κατέφθασε ο ψαράς για να ψαρέψει και λίγο μετά το αμάξι πολλών ίππων του ιδιοκτήτη του εξοχικού όπου αυτός κάτι σκαλίζει στο πορτ-μπαγκάζ του κοιτάζοντάς μας περίπου πανικόβλητος.
Ωστόσο εγώ έλυσα αυτό το όχι και τόσο λογοτεχνικό ζήτημα, τακτοποίησα και είδα πως το walkman που χτες έπαιζε κανονικά τώρα είχε καταλύσει τις μπαταρίες του -έμενε όμως ακόμα μια σχετικά καινούρια μέσα στο ρολογάκι ξυπνητήρι -τις αντάλλαξα και άκουσα μια πανέμορφη μελωδία, έτσι στα ξαφνικά σαν χτύπημα που δεν πρόλαβα να το αποφύγω.
Sunshine beggar, έλεγε, let the good vibes can love better, κάτι παρόμοιο.
Έμεινα στον Ευβοικό σταθμό γιατί τα τραγούδια, το ένα μετά το άλλο, με κρατούσαν δεμένη.
To make things happen, the way you want, it's dangerous but you feel good, έλεγε το ραποειδές κατασκεύασμα κι εγώ ολοένα και παρηγοριόμουν περισσότερο.
Αλλά έκλαψα όταν είπε, I don't believe in magic, I believe in love everlasting. "'Ερωτας δεν είναι αυτό που οι μάγοι διατείνονται, αλλά ζωή ατραυμάτιστη στον αιώνα" έγραψα πλάι στα λόγια του ξένου τραγουδιού και έφαγα λίγο απ΄το τσουρέκι που ο σκύλος επέμενε να ψωνίσω προχτές πρωί αλαφιασμένη με χαλασμένη πόρτα -δεν κλείδωνε- στο Σχηματάρι: δεν νομίζω ότι τούτη τη φορά το φαγητό έπαιξε τον παραμικρό ρόλο στην μετατροπή της διάθεσής μου από την τέλεια απελπισία στην ανάσα και τη γαλήνη.
O Μπόρα άρχισε να θυμώνει να κλαίει και ν'ανησυχεί καθώς πήγα να διαβάσω εφημερίδα και μ'έβγαλε άρον-άρον έξω απ΄τ'αμάξι. Γύρω έχουν μαζευτεί διάφοροι που κάνουν με νευρικές κινήσεις άχρηστα πράγματα όπως αυτός με τη βερμούδα και τη ριγέ μπλούζα που σκουπίζει το χέρσο απέναντι απ΄το σπίτι του, μια μικρή υπαίθρια χωματερή. Κάτι γαβριάδες τριγυρίζουν στην παραλία και μαζεύουν διάφορα -είναι αυτοί που στις πιο αντιιμπεριαλιστικές στιγμές μας μάς λένε κανά καλό λόγο και τον πιο πολύ καιρό μας βασανίζουν και μας κοροιδεύουν.
Ο Μπόρα επέμενε να με περνά μπροστά κι ανάμεσά τους όπως κάθε φορά που τρέχω να κρυφτώ απαιτώντας με γαιδουρινό πείσμα μια θέση στον κόσμο και για μένα και με πήγε γραμμή πάνω στο κοχύλι της ευτυχίας. Όταν το πήρα μ'έσερνε βιαστικά πίσω στο αυτοκίνητο κι όταν πήγαμε εκεί κι εγώ άρχισα διάβασμα και πρόγραμμα ακούγοντας ακόμα το σταθμό, ο τύπος με τη ριγέ μπλούζα, (μεσόκοπος, χοντρός) περπατούσε αγανακτισμένος μπροστά στο σπίτι, ένας νεαρός που κάπνιζε βγήκε στον ίδιο κήπο κοιτώντας μας ευμενώς, κι ο Μπόρα ξάπλωσε ανάσκελα μεθυσμένος από ευτυχία όπως όταν κανείς δε με κάνει να πονώ.
Το σκυλί μου έγινε κι αυτό σοφό, σαν τη γάτα που χτες βράδυ ανέβηκε στο αμάξι, μπρος και πίσω καπό και μας έψαχνε επιμόνως (να μπει, να βγούμε). Σήμερα το πρωί με τους φορτηγατζήδες να πάνε και να'ρχονται στο προηγούμενο παρκάρισμα και να καταπιάνονται να μας ξυπνήσουν, έκανε ένα πέρασμα και μας μήνυσε κρυφά κάτι, ξανά.



  9. ΤΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ

Tα κυκλάμινα τα πρωτόδα φέτος στην οδό Νίκης στην Κινέττα, το βράδυ εκείνο που φοβόμουν τόσο κατασκηνώνοντας σχετικά άγρια, μακριά από σπίτια και κάμπιγκ και το γύρω περιβάλλον το αισθανόμουν να΄ναι τόσο απειλητικό. Τότε που έχασα τα πατάκια του αμαξιού και κόντεψε να χαλάσει το γουώκμαν όταν έπεσε στο νερό. Το πρωί ξύπνησα παραξενεμένη που ήμουν ασφαλής.
Το πρώτο βράδυ στη Σαλαμίνα το είχα βγάλει στην αυλή του ηλεκτρολογείου αυτοκινήτων και το δεύτερο στο φυσικό μπαλκονάκι στον Άγιο Νικόλαο με τ'απέναντι φώτα του όρους Αιγάλεω ν'ανάβουν το σούρουπο, άλλα δυο-τρία βράδια στην αυλή του μηχανουργείου όταν έγινε ο σεισμός, ένα στο κάμπιγκ της Κινέττας, ή μάλλον του Λέχαιου, το Blue Dolphin, όπου επιτέλους έπλυνα και φόρτωσα τις συσκευές μας κι ένα ακόμα πλάι στο έρημο ξενοδοχείο δίπλα του.
Μα εκείνο το βράδυ στην παραλία φοβόμουν για πρώτη φορά, άσχετα αν όλο αυτό τον καιρό με βασάνιζαν αρκούντως καθημερινά οι άνθρωποι που συναντούσα αιφνιδιαστικά και με συνέπεια.
Το πρωί ξυπνώντας έπεσα πάνω σε σκουπίδια, πεταμένα ένα γύρω, που το βράδυ δεν φαινόντουσαν, γεμάτος ο τόπος. Καθάρισα αρκετό μέρος με επίκεντρο το αμάξι, καθώς και το ίδιο το αυτοκίνητο όσο καλύτερα μπορούσα και είδα τα μικρά βιολετιά κεφαλάκια να μου γνέφουν φιλικά. Υπήρχε κάδος σκουπιδιών που, άγνωστο γιατί, κανείς μέχρι τότε δεν είχε καταδεχτεί να χρησιμοποιήσει. ΄Οταν φύγαμε συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει τα πατάκια απ'το φόβο μου για το μέρος. Τ'αντικατέστησα με τολμηρό και πραξικοπηματικό τρόπο, αλλά αυτό είναι μια άλλη διήγηση.
Η δεύτερη φορά ήταν στις Οινειάδες, ένα από εκείνα τα μέρη που βρήκα απάγγιο και ξεκουράστηκα, έφαγα, πήρα αναπνοή και γαλήνεψα. Ήταν κι άλλα μωβ ψιλά λουλουδάκια πλάι στο αρχαίο θέατρο και για μια στιγμή νόμισα ότι έκανα λάθος -όταν όμως πλησίασα, τα κυκλάμινα ήταν πάλι εκεί, δειλά-δειλά κι ακόμη λίγα, να μου φέρουν το μήνυμα του φθινοπώρου μες στο γλυκό ζεστό απόγευμα ανάμεσα στα έρημα μάρμαρα, έτσι που να πιστέψω ή να ξέρω πως δεν θα'ναι τόσο τρομερό, πως και αυτό θα περάσει.
Και τρίτη φορά τώρα, στο Κατάφουρκο Αιτωλοακαρνανίας, έχοντας πια συνηθίσει αρκετά να κοιμόμαστε σε λογής-λογής ερημιές, στα όρια οικισμών, σε παραλίες, σε εθνικές οδούς, με ή χωρίς κίνηση, με αλεπούδες να περνούν έξω απ΄τ'αμάξι... Το αυτοκίνητο κλείνει ασφαλώς, ο σκύλος ποτέ δεν κατάλαβα γιατί, τρομάζει αθώους και ενόχους, άσχετα αν μόνο εμένα δαγκώνει κι εγώ δεν τον φοβάμαι και το τουφέκι στο πορτ-μπαγκάζ το έχω αμοντάριστο και μάλλον δεν θα το μοντάρω παρά για να χτυπήσω -όταν έρθει η ώρα- καμμιά μπεκάτσα.
Εδώ λοιπόν οι άνθρωποι το ίδιο εχθρικοί και ο μηχανισμός του κράτους επίσης (τράπεζες, ταχυδρομεία, ΟΤΕ κλπ) όπως πάντοτε άλλοτε και τα κυκλάμινα κι αυτά στη θέση τους καθώς κατεβαίνουμε να ρίξουμε τον κύρτο στη θάλασσα. Ελπίζουμε κάτι να φάμε απ΄αυτόν εκτός απ΄τα καπλόσυκα καθώς ξεμείναμε από λεφτά αυτό το Σαββατοκύριακο τη ευγενή φροντίδι της Αγροτικής τράπεζας.
Αλλά είμαι καλά. Χτες το βράδυ στο κάμπιγκ Ακρογιάλι έκανα για πρώτη φορά ζεστό και διεξοδικό μπάνιο μετά από δυο μήνες, ένα μήνα στο δρόμο κι ένα μήνα στο σπίτι της Κοσμά Μελωδού με το νερό κομμένο. Έκανα και το Μπόρα μπάνιο που μου είπε τη γνώμη του περί αυτού καθώς κυλίστηκε στο χορτάρι, το ίδιο διεξοδικά, για να στεγνώσει.
Λίγο πριν, στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα είχα πάρει την πιο βαθειά ανάσα μου από δω και μέρες. Βγαίνοντας δε γνώριζα το μέρος απ'όπου ήρθαμε, Μεσοπόταμο το λέγαν, ένα χωριό, σαν να μην είχα περάσει ανάμεσα, στο δρόμο προς τον αρχαιολογικό χώρο, σαν να μην το'χα δει ποτέ μου. Και στο κάμπιγκ, μ'ένα στόχο τελειωμένο, με όλα σε τάξη, έκανα ξανά όνειρα. Για υπολογιστές, για τροχόσπιτα, για νοίκιασμα σπιτιού, για δουλειά... Στο κάμπιγκ μας ξαλάφρωσαν από ήδη σημαντικό μέρος των ήδη λίγων χρημάτων μας και στην Άρτα ξαναγυρίσαμε στην πραγματικότητα όπου ξεμένουμε από εφόδια χάρη στον κρατικό μηχανισμό -είπαμε η Αγροτική τράπεζα δεν αναγνωρίζει την κάρτα μας, η μόνη που κανείς μπορεί να κάνει ανάληψη 5.000δρχ., τα τελευταία μας λεφτά- και να΄μαστε εδώ... Πλάι μου έξω απ΄το αυτοκίνητο ένα σπουργίτι χοροπηδά στα βότσαλα και χτες βράδυ, την ώρα ακριβώς που κόντευα να πανικοβληθώ ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι με πρόσωπο καλοκάγαθου παχύσαρκου χάραξε απ΄τον απέναντι λόφο διαβεβαιώνοντάς με, για τη χείρα βοηθείας, που δεν θα πάψω, μου είπε, να έχω δική μου, στη διάθεσή μου...