Το παραμύθι της ερήμου
  Part I | Part II | Part III | Signature | That's all  

 


 Η γυναίκα συγγραφέας πρέπει να έχει χρήματα και στέγη που να της ανήκουν 

V. Woolf
"Α Room of One's Own"

 Η γυναίκα λοιπόν συγγραφέας δεν πρέπει να ντρέπεται για την οποιαδήποτε φαντασία της, γιατί αυτό ακριβώς εξυπηρετεί και την ανδροκρατούμενη κοινωνία και την ανδροκρατούμενη λογοτεχνία...

 Η γυναίκα που γράφει σήμερα δεν είναι πια αντικείμενο τέχνης... Έχει γίνει πιο πολύ από άλλες εποχές συνειδητά υποκείμενο τέχνης.
 Έτσι επεμβαίνει στον ίδιο της τον μύθο και αποφασίζει να βγάλει απ´τη μεγάλη τσάντα και το τελευταίο της χαρτί, την Ελπίδα.
 Τι θα προκύψει τότε; Μπορεί η Ελπίδα να μετατραπεί σε μια ακόμη συμφορά για τους ανθρώπους. 'Η μπορεί η συσσωρευμένη δύναμή της να διαλύσει τις άλλες συμφορές. Μπορεί ακόμη να διαιωνίσει με άλλους όρους το παιχνίδι των αντιθετικών ζευγών, όπως καλού-κακού, έρωτα-θανάτου και τα λοιπά. Αλλά μπορεί να προκύψουν άπειρες παραλλαγές. Ένα είναι το πιο σημαντικό, από μια θάλασσα υποθέσεων: ότι η γυναίκα συγγραφέας μπορεί αυτή η ίδια, να παράγει μια διαφορετική μορφή του μύθου της.
 (Από ένα άρθρο της Ρέας Γαλανάκη στο περιοδικό "Η λέξη")

 ...Άτομα μη εντάξιμα που απορρίπτουν την κοινωνία ή τα απορρίπτει αυτή... Υπάρχει ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στους... σύγχρονους new age και εσωτεριστές και των ατόμων με ψυχολογικά προβλήματα. Και οι μεν και οι δε διατηρούν μια ιδιαίτερη σχέση με το πεδίο του ασυνειδήτου... η πρώτη κατηγορία πειραματίζεται να επεκτείνει τη συνείδησή της στο χώρο του ασυνειδήτου, η δεύτερη... υποφέρει από την αυθαίρετη επέκταση του ασυνειδήτου στη συνείδησή της... (Από άρθρο του περιοδικού "Οξυγόνο")

1.ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

 

Μια φορά κι έναν καιρό, τα παλιά-παλιά χρόνια, ήταν στην έρημο μια σκηνή.  Ήταν κι ένας κήπος και είχε φοινικιές, χουρμαδιές, μπανανιές, αχλαδιές, μηλιές, ροδακινιές, βερυκοκιές, πορτοκαλιές και μανταρινιές και λουλούδια και νερά.  Και εκεί μέσα ήταν η σκηνή -μονάχη, χωρίς κανένα σπίτι.

Μες στη σκηνή είχε χαλιά, πολύχρωμα και σεντούκια ολοσκάλιστα γεμάτα με ακριβά αρώματα και πολύτιμα μετάξια κι ασημοκαπνισμένα μαχαίρια και σπαθιά κι ένα γύρω πολλών λογιών λάμπες και καντηλέρια με χρωματιστά γυαλιά να φωτίζουν το βράδυ...

Κι απέξω ήτανε δεμένο ένα άσπρο αράπικο άλογο, με κόκκινη σέλλα και χαλινάρι.  'Ετοιμο-πανέτοιμο και περίμενε τον καβαλλάρη του κάθε ώρα, νύχτα και ημέρα.

Κι αυτός φορούσε τριπλή κελεμπία, φαντή και λινή και μπαμπακερή και στο κεφάλι μακρύ μαντήλι δεμένο με σκοινί, όπως κάνουν όσοι μένουν στην έρημο, άσπρο και κόκκινο σκοινί.

Κι ήτανε η πατρίδα του αυτή η σκηνή, από κει κρατούσε, από κει ξεκίνησε τη ζωή του.  Κι άλλοι λένε πως ποτέ δεν γύρισε πίσω στην πατρίδα του ξανά κι άλλοι πως εκεί γυρνούσε κάθε βράδυ και τη μέρα ταξίδευε σ'όλο τον κόσμο.

Κι άλλοι λένε πως αυτή η σκηνή δεν υπάρχει πουθενά στη γη κι άλλοι πως είναι κάπου κρυμμένη και μερικοί τη βρίσκουν σαν διασχίζουν τις ερήμους.

Μα για τον καβαλλάρη δεν τολμούν να πούνε τίποτα.   Κι ας τον βλέπουν να καλπάζει στα πλάτη τ'ουρανού με τη μαντήλα του ν'ανεμίζει στον αέρα και μ'ολα του τα όπλα, τα σπαθιά και τα μαχαίρια, τα τουφέκια και μπαρούτι στη σέλλα.

Γιατί ό,τι κι αν έχει, είναι πάντα πιο λίγο, πες τίποτα, μπρος σ'εκείνα που πρέπει να διαβεί και να νικήσει την κάθε μέρα του στον κόσμο.


 

2. ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΑΦΕΝΤΙΑΣ ΣΑΣ

 


 

Λοιπόν, είμαι στο αυτοκίνητο.  Πονάω και φοβάμαι.  Τι ακριβώς;  O χρόνος δεν με παίρνει να τα πω όλα...  Δεν θα ήθελα να ξαναρχίσω να γράφω ημερολόγιο για να μου περνάει ο πόνος, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι πέρασε οριστικά η εποχή της ελπίδας μου σε κάποιο ανθρώπινο πλάσμα.  Και πίσω δεν μπορώ να πάω.  Σπίτι δεν μπορώ προς το παρόν να μείνω, λεφτά θα πάρω αύριο το πρωί, πεινώ, έχω πονοκέφαλο, βλάβη στο κομπιούτερ, δεν διάβασα εφημερίδες...  'Εχω βέβαια νερό.  Ο σκύλος εξελίσσεται σε μεγάλη αγάπη.  Αν είχα κάτι να φάω, ίσως μπορούσα να δω μ'άλλο μάτι αυτή τη μεγάλη μετάφραση που εκείνος που μου την ανέθεσε βιάζεται να την παραλάβει.  Έφαγα λίγες τηγανίτες.  Και κάτι που έχω ακόμα είναι μπαταρίες.  Σκέφθηκα, για να πάρω κουράγιο, να ξεκινήσω με το ωροσκόπιο που μου κάνει μεγάλη χαρά.  Αν και με καταθλίβει το γεγονός ότι έχω πάλι βλάβη στον υπολογιστή.  Χτες επισκεύασα με το μυαλό μου και με τη βοήθεια μιας τυχαίας γνωριμίας που συνέπεσε να είναι τεχνικός δύο βλάβες που από τότε που τον παρέλαβα, έξι μήνες με κοροιδεύουν κατασκευάστρια εταιρεία και εταιρεία συντήρησης, βλάβες που ουσιαστικά αχρήστευαν τον υπολογιστή -όταν τον αγόρασα μου τον έστειλαν χαλασμένο- και έκανα τεράστιες προσπάθειες για να τις προσπεράσω και να τον λειτουργήσω, ενώ ήταν απλά ζήτημα να πατήσω μια φορά το mouse σ'ένα μενού.  Το τι μου είχαν πει δεν περιγράφεται.  Απογοητεύομαι θανάσιμα από τις διαπιστώσεις που απορρέουν ακόμα και πριν να συμβεί ακουμπητά, η νέα βλάβη.  Ας μην το κατανοεί όποιος τυχόν με διαβάσει.  Από τις εμπειρίες και τις γνώσεις μου μπορώ να διατυπώσω ένα ελάχιστο ποσοστό με το ζήτημα του χρόνου πρώτη και ίσως ύστατη δυσκολία.  Ξεκινώ να γράψω μόνο όταν δεν αντέχω τον πόνο και μέσα στη μια ή τις δυο ώρες πραγματικού χρόνου συγγραφής πρέπει να χωρέσουν οι προηγούμενες μέρες ή και μήνες, βιωμένοι με μια εξωπραγματικά μεγενθυμένη λεπτομέρεια που κάνει το κάθε λεπτό ικανό να γεμίσει σελίδα. Και από την άλλη -τα γεγονότα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και με τέτοιο βεληνεκές -πόλεμος και ειρήνη, σεισμοί, διεθνή κατασκοπευτικά παιχνίδια, που αύριο δεν έχει πια σημασία να πεις τίποτα. Έτσι σωπαίνεις και δρας.  Και μόνο όταν ο πόνος δεν αντέχεται άλλο πια...  Δεν θα'θελα όμως να ζήσω άλλο γράφοντας όταν πονώ.  Ήθελα να ρωτήσω, ποιο είναι τ'όνομά μου έστω για την κοινωνία του αύριο;  Psychic;  Profiler;  Kαι αν, δεν έχω όπως αυτοί, αφεντικό κάποια οργάνωση με γεωπολιτικά συμφέροντα, αυτομάτως περιπίπτω στην κατηγορία του ψυχοπαθούς;

Δεν έχω την πολυτέλεια να σκεφθώ ρεαλιστικά για το μέλλον μου, γιατί και μόνο για να σταθώ μια μέρα ορθή και να έχω τη δύναμη να πολεμήσω απαιτείται να έχω τα μάτια αταλάντευτα προσηλωμένα στην οσοδήποτε ελάχιστη χαραμάδα αφήνει το μέλλον να περάσει το λίγο φως που μου αναγκαιοί σαν άτομο και σαν ηθική προσωπικότητα για μένα και τον κόσμο: συνήθως αυτά τα δύο συναντιώνται σ'ένα σημείο, που επί πλέον παραμένει ελάχιστα ανοιχτό, κάπως σαν το διάφραγμα της φωτογραφικής μηχανής.

Ήθελα λοιπόν να πάρω με το κομπιούτερ τους αστρολογικούς χάρτες των παιδιών μου.  Χάρηκα πολύ που πήρα το δικό μου και του Αλέξανδρου, προσπαθούσα, ζώντας έτσι, όπως το περιγράφω, κάμποσους μήνες.  Η ιδέα μού κατέβηκε πέρσι το Γενάρη για να επιβιώσω από τη μεταχείριση που μου επιφύλαξε.  Κι όπως όταν φθάσεις κοντά σ'ένα αποτέλεσμα που σε θέλγει και πάλι δεν το κατακτήσεις, έτσι κι εγώ γύρω στο Δεκέμβρη έλειψα από τον υπολογιστή για τρεις μήνες και μόνο τώρα κατόρθωσα να ολοκληρώσω τη δουλειά.  Επάνω εκεί ξαναχαλά το κομπιούτερ και η χειρόγραφη δουλειά που εδώ μπορώ να κάνω χάνει τη χαρά της.

Άλλωστε και το ότι είμαι έξω από το σπίτι μου, από μόνο του δεν είναι και τόσο χαρούμενο...  Δεν διανοείται κανείς τα βασανιστήρια που έχω υποστεί ωσότου αναγκασθώ -και μπορέσω- να βροντήσω την πόρτα πίσω μου.  Δεν μπορώ ν'ανεχθώ άλλο να πέφτω κάπου εκπνέοντας και να γίνεται εκεί η αθλιότερη εκμετάλλευσή μου που μπορεί άνθρωπος να διανοηθεί.  Έτη φωτός αντιστρόφως ανάλογη από το πώς αναλύομαι καθώς σωριάζομαι, στιγμιαία ευτυχής καθώς απομακρύνομαι για λίγο από όσα ξέρω τόσο εναργώς το απάνθρωπο πρόσωπό τους.

Λοιπόν θα΄θελα τώρα να είμαι στον υπολογιστή μου.  Χωρίς βλάβη.  Και χωρίς τους γείτονες που από τότε που κατέβηκα Κρήτη, ή μάλλον από τότε που κουβαλήθηκαν είναι απίστευτο τι έχω υποφέρει.  Φαντάζομαι βλάπτει για ένα γραμμικό κείμενο να ισχυρισθώ ότι αυτοί προκαλούν τις βλάβες.  Ίσως θα ήταν καλύτερο να έγραφα ξόρκια.  Πιάνει, ξέρεις...  Και έτσι έχεις διπλό κέρδος: και το πρόβλημά σου λύνεις και δεν εκτίθεσαι.  Αλλά εγώ το μόνο που είμαι είναι εκτεθειμένη.  Και προσθέτω ένα ακόμα αναξιόπιστο κείμενο στα δύσπιστα αυτιά της οικουμένης που κοιμάται...

 

 

 

 

3. ΑΚΤΙΒΙΣΜΟΣ, ΣΙΤΟΥΑΣΙΟΝΙΣΜΟΣ, ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΣ (ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΠΟΥΣΙΑΣ)

 Bρίσκομαι στο τρίτο κατάστρωμα του πλοίου των Μινωικών. Νομίζω είναι το
Κιγκ Μίνως. Είναι η πρώτη φορά που δεν κοίταξα σε ποιο πλοίο μπαίνω.
Κάθομαι πάνω στις στέγες των σκυλόσπιτων, είναι βολικό μέρος για το σώμα
λόγω της γωνίας κλίσης τους.
Βγάζω τα παπούτσια μου να με ξεπονέσουν τα πόδια μου. Δίπλα ο Μπόρα
καραούλι, πότε ησυχάζει και κάθεται στα πισινά του πόδια και πότε κοιτάζει,
μουσουνίζει ή γαυγίζει, ανάλογα με το ποιοι περνάνε.
Απέναντί μου η ναυαγοσωστική λέμβος με μια γαλάζια σκαλίτσα. Φαντάζομαι
ότι είμαι μαζί με τον -πώς τον λένε;- εραστή μου; ιππότη μου; άντρα μου;
έρωτά μου; Tίποτα απ'αυτά δεν εκφράζει την πραγματικότητα που θα'ταν για
μένα η ύπαρξη που θ'αγαπούσα και θα'ταν εδώ.
Αλλά τότε θ'ανέβαινα τη σκαλίτσα και θα'μπαινα στη βάρκα. Και τώρα το
επιθυμώ μα δεν τολμώ. Κάνω κουράγιο και σκαρφαλώνω το κιγκλίδωμα προς την
τέντα. Φθάνω στο γαλάζιο σιδερένιο στηθαίο δίπλα στη βάρκα και κοιτάζω
κάτω. Κάποιοι θα με δουν αν το κάνω. Γυρίζω πίσω. Σκέφτομαι πως αν ήταν
εδώ θα μπορούσα να του ποζάρω να με τραβούσε, ας πούμε, φωτογραφία.
(Μέσα στη βάρκα).
Τώρα μόνο τη νύχτα, για να ελαττώσω τον κίνδυνο που όπως πάντα, ό,τι κι αν
κάνω, ελλοχεύει απροσδόκητος κι αιφνιδιαστικός ενεδρεύει -καραδοκώντας τις
κινήσεις μου.
Υ.Γ. ΄Ηταν το Καζαντζάκης. 'Εσπασα τη μύτη μου στο συρματόσχοινο.





 


4. ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΤΟ ΛΕΟΝΤΑ: ΤΑΣΗ ΓΙΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΥΝΑΜΗΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

 

Στο αμάξι, στον Πευκιά στο Ξυλόκαστρο, με κουρτινάκια στις τρεις πλευρές, μήπως και αποφύγουμε τον νομοταγή πολίτη που μας έστειλε την αστυνομία στο Κιάτο και μας έκανε τόση ζημιά.  Αφήσαμε ανοικτά εμπρός και βλέπουμε το δάσος διακινδυνεύοντας να μας δουν, νύκτα και ημέρα.

Μικρά ανοίγματα στα παράθυρα για να παίρνουμε αέρα.  Γράφω για να είμαι ήρεμη και να μεταδίδω και στον Μπόρα ώστε να μη γαυγίζει τους περαστικούς και "δίνουμε στόχο".  Θα ήμουν ευτυχισμένη να ταξιδεύω με το αυτοκίνητο παρ΄όλο τον κόπο, αν δεν ήταν ο φόβος: να σου στέλνουν την αστυνομία ακόμα κι αν (κι ιδίως όταν) είσαι ακινητοποιημένος από ατύχημα και δεν μπορείς να επιλέξεις έξω από τίνος την ιδιοκτησία έχεις παρκάρει.

Προφανώς δεν είναι οι νόμοι που πρέπει να ψάξεις, στη χώρα που βγάζεις φλας αριστερά να ξεπαρκάρεις και σε προπηλακίζουν οι από πίσω σε βαθμό να νομίζεις ότι είναι χαλασμένο το φλας σου.

Αλλά το να προσπαθήσεις ν'απαριθμήσεις τα θερμά επεισόδια στον πόλεμο με το συλλογικό ασυνείδητο, είναι μάταιο.  ΄Οταν είσαι σε πόλεμο, όλες οι στιγμές είναι.  Μα και να κάνεις ανακωχή χωρίς εξευτελιστικούς όρους μόνο με νίκη μπορείς.  Ήρθα στο Ξυλόκαστρο με σκληρή μάχη.  Ειδάλλως ακόμα θα περίμενα στο Κιάτο έξω από το συνεργείο πότε θα έρθουν τα λεφτά για την επισκευή κι εν τω μεταξύ κι όποιον άλλον επιθυμούσε να με κακοποιήσει συναισθηματικά.  Άλλωστε είναι τόσο εύκολο...

Σταμάτησα να δω ένα σπίτι που νοικιαζόταν.  Αυτή η γριά που απαντούσε στο τηλέφωνο δεν μου έλεγε τη διεύθυνση, δεν έγραφε το τηλέφωνό μου να με πάρει ο γιος της όταν έρθει και στο τέλος με έστειλε σε μια άσχετη διεύθυνση, όπου οι άλλες γριες που ήταν εκεί δεν ήξεραν τίποτα σχετικά με το σπίτι και αρνιόντουσαν να με αφήσουν να της τηλεφωνήσω για να ζητήσω εξηγήσεις.

Μετά απ'αυτό έπεσα σ'ένα ποτιστικό χαντάκι και αφού μ'έβγαλε ο γερανός, την επομένη έμεινα από ηλεκτρολογικό πρόβλημα.  Δυναμό, αποφάνθηκε ο ηλεκτρολόγος και ζήτησε 40.000.  Μετά από πολλά παρακάλια δέχθηκε να μου φορτώσει την μπαταρία με το τελευταίο μου πεντοχίλιαρο και μου απαγόρεψε να ταξιδεύω νύχτα.  Έτσι ταξίδεψα, νύχτα και ημέρα στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, Ήπειρο και Στερεά, ωσότου επιστρέψω Αττική, όπου άρχισα πάλι ν'ακινητοποιούμαι, μέρα παρά μέρα.  Αλλά ας μην προτρέχω.

Η οδική βοήθεια που φώναξα αρνιόταν να με βάλει μπρος να πάμε δυο βήματα πιο κει στο συνεργείο, γιατί ο οδηγός δεν είχε λέει, καλώδια και ήθελε να φορτώσει το αμάξι στο γερανό για εκατό μέτρα.

Το κινητό μου δεν έπιανε και η τηλεκαμπίνα δίπλα, απ'όπου τηλεφωνούσα την προηγουμένη, ήταν χαλασμένη.  Του ζητώ να τηλεφωνήσω απ'το κινητό του, μου λέει δεν έχει κάρτα.

Για καλή μου τύχη ψώνισα χτες δυο φορές γουρουνόπουλο απ΄την απέναντι ταβέρνα και με αφήνουν να τηλεφωνήσω στην οδική βοήθεια να με πάρει στο κινητό, με το τελευταίο χιλιάρικο της τράπεζας.  Μετά από διαπραγματεύσεις πολλών λεπτών από το κινητό, έβγαλε ο οδηγός τα καλώδια που δεν είχε και με ξεκίνησε.  'Υστερα με ρώταγε πού θέλω να με πάει λες και δεν μου είχαν βάλει όρο απαράβατο για να με ξεκινήσουν να με παρκάρει έξω απ'το συνεργείο.  Φθάνοντας εκεί τον παρακαλώ να με περιμένει μην μου σβήσει παρκάροντας, έχοντας κατά νου να αφήσω τη μηχανή στο ρελαντί καμιά ώρα μήπως γλυτώσω το συνεργείο.  'Οπως και περιμένει και όταν μου σβήνει, αρνείται να μου το ξαναξεκινήσει γιατί λέει, δεν μπορεί να μετακινήσει το δικό του όχημα.  Εν τω μεταξύ θέλει να του υπογράψω ότι δεν θα τον ξανακαλέσω για την ίδια βλάβη.  Κι εγώ δεν υπογράφω.

Κοιμάμαι ως τις 6.00, πηγαίνω στη θάλασσα και μαζεύω τον κύρτο, κατεβαίνω δυο χιλιόμετρα στο Κιάτο, βγάζω το τελευταίο πεντοχίλιαρο απ΄την τράπεζα, γυρίζω στο αμάξι, το φτιάχνω, ξεκινώ με την τελευταία μου βενζίνη για το Ξυλόκαστρο περνώντας από το βουλκανιζατέρ να ρωτήσω αν η ρόδα που έπεσε στο χαντάκι θα με πάει ως εκεί.

-Είναι μια χαρά και δεν έχει τίποτε, αλλά πρέπει να την αλλάξεις, μου είπε ο μάστορας και με επέπληξε που κλείδωσα την μπρος αριστερή πόρτα μου, αυτή που δεν κλείνει καλά και ανοίγει καμιά φορά στις απότομες στροφές.

Κι εγώ εμπιστεύτηκα τη ρόδα, πήρα ένα πεντακοσάρικο βενζίνη για την περίπτωση που θα μείνω σε καμιά ερημιά κι έφυγα από κει.  Στο Ξυλόκαστρο πήγα στην πρώτη παραλία που μ'έβγαλε ο δρόμος, μία με γαλάζια σημαία του Λαλιώτη, όπου απαγορεύονταν οι σκύλοι και οι σκηνές και κάτι γριες πλένονταν.  Έφυγα άρον-άρον μην πάθω τα ίδια.  Βρήκα στις "Διακοπές" τον Πευκιά και ήρθα ρωτώντας.  Εδώ είναι μάλλον αριστοκρατικά.  Βγαίνοντας ήταν οι νεαροί με τις Πόρσε, η χάι καφετέρια και οι κυρίες της καλής κοινωνίας που μπανιάρονταν.  Πήγα στην τουαλέττα της καφετέριας και χτενίστηκα, έβαλα μάλλον βιαστικά το μαύρο μαγιό και τη μακρυά φούστα (δεν έμενε τίποτα άλλο καθαρό) και ξεκίνησα για μια μακρυά βόλτα μες απ'το πευκόδασος προς τη θάλασσα.  Στο δρόμο διάφορες εχθρικές παρουσίες: ένα μαλακισμένο θηλυκό στα 16 με ποδήλατο και κάτι άλλοι που δεν τους πλησιάσαμε αν και διψούσα πολύ και ήθελα να ζητήσω νερό.

Μακριά, ένα ξενοδοχείο με μπαγκαλόοους, έρημο.

Όλα θεόκλειστα, εκτός από ένα μπαλκόνι, κλειστό κι αυτό, με βρακιά απλωμένα.  Μπήκαμε μέσα, τριγυρίσαμε ώσπου βρήκαμε μια βρύση.  Ήπια και πήγα και ξάπλωσα ένα δευτερόλεπτο έξω στην τσιμεντένια ταράτσα.  Μετά από λίγο ένας τύπος ήρθε και ξάπλωσε στην παραλία και κολλητά πέρασαν κι άλλοι δυο.  Α, ναι κι ένα ταχύπλοο στ'ανοιχτά.  Η θεραπευτική απόλυτη ερημιά δεν ήταν πια και ξεκινήσαμε να φύγουμε.  Καταλάβαινα κάπως πως αυτός ο άντρας που έμοιαζε ξένος κατέβηκε στην παραλία επειδή με είδε.  Έφευγα εγώ, αλλά πονούσα λιγότερο από πρώτα, κοιτούσα στη μούρη κάθε αποτρόπαιο ντόπιο συναντούσα, που πριν, όπως τον πιο πολύ καιρό, τον φοβόμουνα.  Αυτοί γυρνούσαν αλλού τα μούτρα κι εγώ ήρθα και μπήκα στο αμάξι με τα κουρτινάκια χωρίς να φοβάμαι όπως πρώτα.  Έστειλα ένα γραπτό μήνυμα στη μάνα μου με το κινητό που όταν το πήρε σαν πάντα πήγε να με γαμήσει για να κάνει οτιδήποτε.  Δεν την άφησα.

Δεν έμεινα σ'εκείνο το ξενοδοχείο πάνω από ένα λεπτό αλλά στο γυρισμό πήγα και ζήτησα νερό από το μπαρ της παραλίας που έκανα αλλογύρα για να το αποφύγω πηγαίνοντας, κρύο νερό που ήπια ενώ έπαιζε ένα τραγούδι "You are in the army now" και που μου πόνεσε το δόντι αλλά όχι την ψυχή γιατί αυτός που το έδινε δεν με πρόσβαλε, δεν με περιγελούσε, με σεβόταν, για να μην πω με φοβόταν.

 

 

5. ΨΑΧΝΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΚΟΜΕΝΑ

 Σάββατο πρωί στον υπέροχο δρομάκο με τ'αρμυρίκια που πριν λίγο ανακάλυψα για να μας στεγάσει την ανασφάλεια.

Εντός ενός τετάρτου της ώρας: μηχανάκι με αλλοδαπό εποχούμενο κόβει βόλτες πάνω-κάτω στον έρημο και ξεχασμένο κι από τη μάνα του δρόμο.

-Τι κάνεις εδώ, με ρωτά ο εμφανώς πλέον μετανάστης από Ασιατική χώρα που αρχικά είχα πάρει για έλληνα αγρότη και αποτέλεσμα της σύμπτωσης που με κυνηγά.

-Εδώ κοιμάσαι;

-Eσείς πού μένετε; τον ρωτώ.

-Στη Χαλκίδα.

-Κι εδώ τι κάνετε;

-Bόλτα.

-Κι εγώ τι κάνω εδώ;

-Bόλτα; με ρωτάει.

-Εσύ να μου πεις, του λέω.

-Δεν ξέρω, σέρνει το -ω με νόημα.

-Εσύ τι κάνεις εδώ, το πιάνω από την αρχή.

Ξεροκαταπίνει.  Τα'χει χάσει και μου απαντά: "Bόλτα να βρω καμιά γκόμενα".

-Εγώ σε σταμάτησα να σου πω ότι ψάχνω για κανά γκόμενο;

-Όχι.

-Ωραία, λοιπόν;

'Εφυγε, αλλά μετά απ'αυτόν, ήρθαν δυο αυτοκίνητα -ένα λευκό και μια μπλε μερσεντές.

Πάνε τα όνειρα που έκανα για έναν υπνάκο.  Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καλά με τους φορτηγατζήδες που πάρκαραν κολλητά στην πόρτα μου και νυστάζω.

Τις προάλλες το βυσσινί αμάξι που ήρθε κι έφυγε δεκαπέντε φορές εκεί που είχα παρκάρει στον 'Αγιο Κωνσταντίνο, με απείλησε καλυμμένα ότι θα μου σαμποτάρουν το αμάξι (εδώ που το αφήνεις το αμάξι θα στο πειράξουν) όταν βγήκα για μπάνιο και όταν του είπα ότι θα είναι ο πρώτος που θα πάει μέσα γιατί του έχω πάρει τον αριθμό, σχεδόν ομολόγησε την ιδιότητά του.  "Εγώ ξέρεις τι δουλειά κάνω;  Είμαι εδώ με υπηρεσία."  Όπως γίνεται συνήθως η κατάλληλη απάντηση "Υπηρεσία κολλημένος από πίσω μου;" μου ήρθε αργότερα.

Από τότε που ξεκίνησα η αστυνομία ήρθε δυο φορές (τρεις στο ρηράιτ, μου έχει πάρει το αμάξι και κρατήσει τέσσερις μήνες στη δακτυλογράφηση και ξαναπάρει και ακινητοποιήσει δυο μήνες στο ανέβασμα της ιστοσελίδας) να με ενοχλήσει ένστολα και μία με πολιτικά.  Την πρώτη φορά που αντέδρασα σα βλάκας, εξηγώντας ότι είμαι με βλάβη και περιμένω το πρωί να πάω στο συνεργείο μού ζήτησε συγγνώμη επειδή κάποιος τους φώναξε.  Κάποιος από τους έλληνες πολίτες της περιοχής που με είδε να πέφτω στο χαντάκι, να φέρνω το γερανό να με βγάλει, να ξελαρυγγιάζεται ο οδηγός του ότι πρέπει αύριο πρωί να πάω στο βουλκανιζατέρ, ύστερα τους φώναξε γιατί κοιμάμαι έξω απ΄τα πορτοκάλια του, μην του τα κατουρήσω.  Κιάτο.

Τη δεύτερη φορά που προσπάθησα ν'αμυνθώ: Γαλαξείδι, πρωί -κοιμάμαι στο δρόμο με τα πεύκα έξω απ΄την πόλη (1500 κάτοικοι αλλά εν τέλει αυτό δεν είναι το πρόβλημα).  Μια γρια μισόγδυτη, ξεδοντιασμένη και εμφανώς περιθωριοποιημένη από τη φτώχεια -προφανώς τρώει από το συσσίτιο της τοπικής εκκλησίας ή κάπως έτσι- μου χτυπά δυνατά τα τζάμια και ουρλιάζει: "Θα πάθετε από την έλλειψη οξυγόνου".  Ο σκύλος αγριεύει, εγώ πάω να τον καθησυχάσω, αυτή λέει σε μια άλλη, ίδια μ'αυτή, δίπλα της: "Δε μιλάει, μόνο χαιδεύει το σκύλο".

Μετά από δυο λεφτά -όχι με το ρολόι, ομολογώ- αυτοκίνητο με οδηγό με πολιτικά σταματά εμπρός μου: ευτυχώς είχα προλάβει να ντυθώ.

Δεν του απαντώ όταν μου απευθύνει το λόγο, κάνω μανούβρα και πάω στη διπλανή τηλεκαμπίνα όπου προσπαθώ να τηλεφωνήσω στην αστυνομία να ζητήσω εξηγήσεις: έχω κρατήσει τον αριθμό κυκλοφορίας του.  Ο ΟΤΕ μάς λέει ότι ο αριθμός αυτός δεν απαντά λόγω τεχνικού προβλήματος.  Το κινητό μου δεν πιάνει.  Βγαίνω απ΄την πόλη και ξανασταματώ λίγο πιο πέρα να προσπαθήσω ξανά: Με περιμένουν στην έξοδο καρτέρι, το Γαλαξείδι έχει μια μόνο.  Πάλι με πολιτικά.  Δεν τους απαντώ, χρησιμοποιώ εμφανώς το κινητό μου.

-Πρόσεχε το σκύλο, μπορεί  να ορμήσει, λέει ο ένας.

-Τι να κάνουμε, έχει κινητό, λέει ο άλλος.

Κλείνω το παράθυρο και ξεκινώ αργά...

-Πάρε τον αριθμό της, ακούω τον άλλο πίσω μου.  Στην Ιτέα πήρα τα 10.000 από την τράπεζα, ο λόγος για τον οποίο είχα σταματήσει στο Γαλαξείδι και έβαλα βενζίνη.

Παρακάτω στο ένστολο μπλόκο σταμάτησα φυσικά και αφού μου πήραν τα στοιχεία μου επειδή λέει δε σταμάτησα σε σήμα της τροχαίας πήρα κι εγώ τον αριθμό του αστυφύλακα κι έφυγα χωρίς πρόβλημα.  Και στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο όταν επέστρεψα από τη δίωρη πεζοπορία ως το κοντινότερο κάμπιγκ που ήταν κλειστό, ο πρόθυμος ασφαλίτης είχε εξατμισθεί.

Εδώ είμαστε Νέα Αρτάκη, Χαλκίδα.

Η μπλε Μερσεντές ήρθε δεύτερη φορά.  Κάτι παχουλοί μπούληδες στο τιμόνι και θυμήθηκα τα συμβάντα στο κάστρο του Καζαντζάκη παραμονές ευροεκλογών του ΄98, όταν προσπάθησε να παραβιάσει το αυτοκίνητο ο Αλβανός και μόλις έφυγε μου κάναν έφοδο οι αστυνομικοί φωνάζοντας "βγάλτε έξω την τρελλή", ο σκύλος τους έτριξε γερά τα δόντια και δεν τολμούσαν πάλι τίποτα να κάνουν, μόνο κοίταζαν, πήραν τον αριθμό του αυτοκινήτου αλλά κι εκεί τζίφος γιατί δεν ήταν στ'όνομά μου, τρεις μήνες που το είχα αγοράσει.  Άμα το θεώρησα σκόπιμο άνοιξα το τζάμι και τους ζήτησα εξηγήσεις.

"Πώς συνδυάζεται το γεγονός πριν από δυο λεπτά να μου επιτεθεί Αλβανός και μετά από λίγο να μου κάνετε έφοδο;"

-Ε, είμαστε από πάνω και βλέπαμε, ήταν η απάντηση.

Και για να καλύψουν τα οφθαλμοφανή πήγαν και τον έφεραν και του είπαν επί λέξει "φύγε πριν το μετανοιώσουμε".

Και πήραν και τα στοιχεία μου τότε πάλι.  Και την άλλη μέρα ήρθε κι ένας εργάτης και μου'πε "Πάει ένα χιλιαρικάκι;" και ρώτησα την ερμηνεία του αινίγματος και μου την είπε και του έδωσα μιαν απάντηση και ήρθε μετά από λίγο και με παρακαλούσε, να δεχτώ, λέει, τη συγγνώμη του.

Συνηειδητοποιώ ότι η αφήγησή μου είναι αποσπασματική έτσι καθώς τη χρησιμοποιώ σαν όπλο μάχης...  Γράφω για να μην τρέμω μα και συχνά γελώ.

Όπως προχτές στα Καμμένα Βούρλα, όπου ψάχνοντας για μέρος πάλι να σταθώ βρήκα μπροστά μου ένα κοπάδι πρόβατα μ'ένα παχουλό λευκό αρνάκι.  Του λέω, εγώ θα φταίω να σε σηκώσω στα χέρια να σε πάω στο αμάξι;

Kαι να με πιάσουν για κλοπή αιγοπροβάτων να πάμε μέσα κατά τα πατροπαράδοτά μας έθιμα;

Ο βοσκός, στην άλλη στροφή ξεπρόβαλε ύπουλα.  Το ίδιο και η ασπρούλα, λίγο πιο κάτω, όπου κάποιος μου έκοψε το δρόμο και μόνο από υπερβολική ευσυνειδησία τήρησα τον κώδικα προσπαθώντας με το προβληματικό αμάξι και τη μικρή πείρα οδήγησης να επανέλθω στη σωστή πορεία.  Την είδα εκ των υστέρων και σκέφθηκα πως η τήρηση των νόμων, όπως και κάθε τι άλλο, δεν μπορεί να είναι ούτε έπαινος ούτε ψόγος, μα ακολουθεί κι αυτή τη μη γραμμική πορεία, αυτό το αόρατο μονοπάτι που η εγρήγορη καρδιά μπορεί μονάχα ν΄ανασύρει μες απ΄το πηχτό σκοτάδι.